Ανέκαθεν οργιζόμουν με πολλούς Έλληνες που θαύμαζαν τους Γερμανούς, λίγα μόλις χρόνια μετά την Κατοχή, για τη μεθοδικότητα, την εργατικότητα και την επαγγελματική τους αξιοπιστία. Καλά εμείς, τα παιδιά που δεν έζησαν, αλλά απλά άκουσαν τη φρίκη του πολέμου. Εκείνοι που είχαν το δικαίωμα να βγάζουν αλλεργία και ενδεχομένως να αναπτύξουν τραυματική προκατάληψη γιατί δεν το έκαναν, και μάλιστα δεν έδρασαν ποτέ εκδικητικά όντας στη Γερμανία, φτωχοί μετανάστες, αμέσως μετά; Όλο αυτό δείχνει μια ευγενική φύση, αλλά και μια παράξενη παθητικότητα. Ο μεγάλος θυμός δεν είναι νόμιμος, ωστόσο θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Μυστήριες οι βουλές του συλλογικού ασυνείδητου, και ειδικά του ελληνικού, που επιλέγει να θεωρεί ακόμη τους Τούρκους ασύμβατους με το γενετικό του κώδικα, ή τους Αλβανούς ή ακόμη και τους συμπάσχοντες Εβραίους, έναντι μιας φυλής που, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, μας προξένησε ανείπωτο κακό.

Ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Αργύρη Σφουντούρη, που παιδάκι έγινε μάρτυρας του σφαγιασμού των γονιών του και άλλων τριάντα συγγενών του στο Δίστομο, ξενιτεύτηκε στην Ελβετία, έγινε επιστήμονας και ταξίδεψε όλο τον κόσμο, διατηρούσε δεσμούς με την πατρίδα, ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση και τελικά επέστρεψε στον τόπο του, κοντά στις αδελφές που επέζησαν και που πάντα πρόσεχε, έστω και από μακριά. Το λιτό, δυνατό και πάρα πολύ συγκινητικό ντοκιμαντέρ του Χάουπτ συμπλέει με το χαμηλόφωνο χαρακτήρα του Σφουντούρη, το υλικό που έχει απομείνει προς αξιοποίηση, και που κατά έναν μαγικό τρόπο ισορροπεί ανάμεσα στη γερμανική ενοχή και την ελληνική ευγένεια.

Σκοπός του Σφουντούρη τα τελευταία χρόνια είναι η έμπρακτη αποζημίωση της Γερμανίας στους συγγενείς των νεκρών που έσπειρε κατά χιλιάδες στη χώρα μας. Με τρόμο ανακαλύπτουμε πως, επισήμως, η σφαγή στο Δίστομο δεν έχει αναγνωριστεί ως τέτοια, αλλά τοποθετείται στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής στρατηγικής δράσης. Κατά συνέπεια, οι αποζημιώσεις απορρίφθηκαν και το γεγονός υποβαθμίστηκε, με ένα Γερμανό πρέσβη να παρίσταται για πρώτη φορά στην 60χρονη επέτειο των γεγονότων, ψελλίζοντας διπλωματικές τυπικούρες περί συγχώρεσης και μνήμης. Το πνεύμα του σχεδόν 70χρονου Αργύρη είναι στιγματισμένο από το πάγωμα ενός τρυφερού παιδιού (και σήμερα παραδέχεται πως τρέφεται από το απόθεμα της αγάπης που του έδειξαν οι γονείς του όσο πρόλαβαν να τον χαϊδέψουν στην αγκαλιά τους), που θα αναρωτιέται όσο ζει το βαθιά ανθρώπινο «τι θα γινόταν αν», περισσότερο από το συζητήσιμο και φιλοσοφικό «γιατί».

Και ενώ δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου βλέποντας την εξαδέλφη του να περιγράφει τον σκοτωμό, την σταματημένη στο χρόνο αδελφή του να παίζει μαζί του ένα παιδικό παιχνιδάκι, και τη θεία του να μονολογεί θάβοντας ακόμη τους νεκρούς της στα χαντάκια των ματιών της, αναρωτιέμαι κι εγώ, ταπεινά, για ποιο λόγο δεν έχουμε την τόλμη και την ικανότητα να προπαγανδίσουμε το δικό μας ολοκαύτωμα, ή τουλάχιστον να του δώσουμε την προτεραιότητα που του ταιριάζει στην Ιστορία μας. Όχι για λόγους διχαστικούς ή εκδικητικούς, αλλά για τη γαμημένη την αποζημίωση που δεν πήραμε ποτέ. Αυτό είναι ένα ζήτημα εθνικής σημασίας, και όχι οι 300 του Λεωνίδα ή αν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ολίγον gay.