«Πατέρα, γιατί με εγκατέλειψες», ακούμε να μονολογεί ένα νεαρό αγόρι στην εισαγωγή της ταινίας, κρατώντας έναν σταυρό στο χέρι. Στην επόμενη σκηνή, 28 χρόνια μετά, ένα άλλο αγόρι αφήνει στο κομοδίνο του μια φιγούρα Πάουερ Ρέιντζερ αντί εικονίσματος. Βλέπετε, καθώς ο παραδοσιακός Θεός δεν κατάφερε να πείσει την ανθρωπότητα για τη χρησιμότητα των δεινών προς εξυπηρέτηση ενός ευρύτερου σχεδίου και απέτυχε να την προστατεύσει, σταδιακά απομακρυνθήκαμε από το πνεύμα. Θεοί των νεότερων γενιών έγιναν οι υπερήρωες, προϊόντα μυθοπλασίας μεν, άνθρωποι με υπερφυσικές δυνάμεις δε, άρα πιο προσιτοί, εγγύτεροι στην απτή πραγματικότητα από μια πανταχού παρούσα, άυλη οντότητα.

 

Αυτή θα είναι η πρώτη από μια σειρά σημειολογικών επισημάνσεων που μαρτυρούν την απόπειρα των Ντάνι Μπόιλ και Άλεξ Γκάρλαντ να συλλάβουν το zeitgeist – κι από αυτήν τη σκοπιά, το 28 Years Later είναι περισσότερο sequel του Trainspotting από το προ οκταετίας ατυχές εγχείρημα. Το σεναριακό όχημα (και πρόσχημα) είναι μια τυπική ιστορία ενηλικίωσης. Στο επίκεντρο της δράσης βρίσκεται πιτσιρικάς που ζει σε αυτάρκες, απομονωμένο και καλά οχυρωμένο νησί της Σκωτίας. Η επικοινωνία με τη στεριά διασφαλίζεται μέσω ενός μονοπατιού που είναι προσβάσιμο για λίγες ώρες τη μέρα, ανάλογα με τις διαθέσεις της άμπωτης και της παλίρροιας. Εκεί, στο δάσος, σουλατσάρουν μολυσμένοι από τη γνώριμη επιδημία που οδήγησε στον αποκλεισμό της Βρετανίας από τον υπόλοιπο κόσμο, πρόσφοροι για την εκπαίδευση των μελών της κοινότητας στην άμυνα. Μια τέτοια εκπαιδευτική εξόρμηση πατέρα και γιου θα πυροδοτήσει απρόσμενα γεγονότα και την απότομη ωρίμανση του τελευταίου.

 

Μέλημα των Μπόιλ και Γκάρλαντ είναι πώς το σύμπαν γύρω από τους χαρακτήρες θα σταθεί αφορμή για να αφουγκραστούν τον πραγματικό κόσμο. Το Brexit και οι διεθνείς τάσεις απομονωτισμού, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η δαιμονοποίηση της ιατρικής κοινότητας μετά το πρώτο κύμα Covid, οι θεωρίες συνωμοσίας, η επονομαζόμενη τοξική αρρενωπότητα, η εξοικείωση με τη βία και την εικονογραφία της, όλα χωρούν στη θεματική παλέτα της ταινίας. Επειδή, όμως, βρισκόμαστε πιο κοντά σε ένα πιθανό τέλος του κόσμου σε σχέση με το 28 Days Later, οι Μπόιλ και Γκάρλαντ αναποδογυρίζουν τη δυστοπία και τη μαυροψυχιά της πρώτης ταινίας, επιχειρούν να την επανεξετάσουν θετικά και δείχνουν κατανόηση στα πάσης φύσεως στρατόπεδα, δίχως να τη συγχέουν με την επικρότηση. Επιθυμώντας να απαλύνουν τον νιχιλισμό και να ελαφρύνουν το θέαμα, θα φλερτάρουν κάποτε με το camp στοιχείο, με κίνδυνο να ξενίσουν μερίδα του κοινού, και θα δώσουν μεγαλύτερο χώρο στην τρυφερότητα.

 

Η ανάγκη να συνδυαστούν τα παραπάνω με τις gore απαιτήσεις μιας θριλερικής αφήγησης με ζόμπι θα φέρει μερικά συμπτώματα τονικής ανισορροπίας, ενώ η υπενθύμιση του επικείμενου δεύτερου μέρους αυτής της νέας τριλογίας οδηγεί σε μια τελική σκηνή βγαλμένη από άλλη ταινία και αφήνει εκκρεμές το ταξίδι του ήρωα. Ωστόσο, πρόκειται για την πιο ενδιαφέρουσα, αν όχι συναρπαστική δημιουργία του Βρετανού σκηνοθέτη εδώ και κάμποσα χρόνια.