Το «Long Walk» ήταν το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Στίβεν Κινγκ, γύρω στο 1966, αν και το εξέδωσε το 1979 υπό το ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Μπάκμαν, έχοντας ήδη αρκετές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Οι απόπειρες κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου μέσα στις δεκατίες συνιστούν κι αυτές τη δική τους μακριά πορεία, και τελικά ο κλήρος έπεσε στον Φράνσις Λόρενς, άνθρωπο με προϋπηρεσία σε ιστορίες με νεολαίους που συμμετέχουν σε μακάβριους διαγωνισμούς – αναφερόμαστε στα «Hunger Games». Το θέαμα εδώ, βέβαια, είναι πολύ πιο τραχύ και μαύρο σε σχέση με τη young adult ασφάλεια εκείνης της σειράς ταινιών.
Το concept θέλει τις ΗΠΑ να τελούν υπό ολοκληρωτικό καθεστώς και σε οικονομική ανέχεια που κάνει το Κραχ του ’29 να μοιάζει με τον χρυσό αιώνα του Περικλέους. Κάθε χρόνο διοργανώνεται ένας διαγωνισμός περπατήματος μέχρι τελικής πτώσης, με τον νικητή να κερδίζει αμύθητα πλούτη, αλλά και μια ευχή που οι άνθρωποι του καθεστώτος είναι υποχρεωμένοι να εκπληρώσουν. Οι νέοι δηλώνουν συμμετοχή μαζικά, κυνηγώντας μια θέση στον ήλιο. Όσοι επιλεγούν, είναι υποχρεωμένοι βάσει του κανονισμού να διατηρούν ταχύτητα τριών μιλιών ανά ώρα. Όποιος κουραστεί και ελαττώσει ταχύτητα ή σταματήσει λαμβάνει δύο προειδοποιήσεις. Αν δεν συμμορφωθεί, με την τρίτη εκτελείται αυτομάτως από τους στρατιωτικούς συνοδούς της πορείας, που τελούν υπό την ηγεσία του Ταγματάρχη, μιας δεσποτικής, πολεμοχαρούς φιγούρας – ο Μαρκ Χάμιλ σε κόντρα ρόλο, αλλά ελαφρώς miscast, καθώς ζορίζεται για να βγάλει αυταρχισμό που σε άλλους ηθοποιούς φαντάζει ενδιάθετος.
Είναι τόσο εμφανή τα βέλη του συγγραφέα προς το ανταγωνιστικό δυτικό μοντέλο οικονομίας και την ψευδαίσθηση της ευκαιρίας στην οποία στηρίζει τη γοητεία του, που, από όλες τις μέρες του χρόνου, επιλέγει εκείνη της Εργατικής Πρωτομαγιάς για να ξεκινήσει ο διαγωνισμός. Οι συντελεστές της ταινίας, όμως, στέκονται περισσότερο σε ένα άλλο σκέλος του μυθιστορήματος: το «διαβάζουν» σαν μια σκοτεινή εκδοχή του «Stand by Me», με τη φιλία και τη συντροφιά να σχηματίζονται μέσα από έναν μεγάλο ταξίδι ενηλικίωσης και να είναι εκείνες που, κατά κάποιον τρόπο, θριαμβεύουν, σε ένα φινάλε που μάλλον βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος.
Ο Λόρενς είναι καλός επαγγελματίας, η ταινία του έχει νεύρο, ωστόσο ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ του εικονοκλάστης και δεν έχει στη διάθεσή του διευθυντή φωτογραφίας ικανό να γεννά διαρκώς νέα πλάνα εντός τοπίου μονότονου και επαναλαμβανόμενου – δεν είμαστε πλεονέκτες, μια φορά γεννιούνται καλλιτέχνες σαν τον Φρέντι Γιανγκ του «Λόρενς της Αραβίας», υπάρχουν, όμως, και πρόσφατα θετικά παραδείγματα, σαν τον Γκρεγκ Φρέιζερ του «Dune», για παράδειγμα, που αναπληρώνει την έλλειψη φαντασίας του σκηνοθέτη του.
Ωστόσο, ο βασικός λόγος που αυτή η διασκευή του Στίβεν Κινγκ βηματίζει στη μεσαία κατηγορία της σχετικής κατάταξης εντοπίζεται στη σεναριακή διασκευή του Τζ.T. Μόλνερ («Strange Darling»). Είθισται ο διασκευαστής ενός βιβλίου για το σινεμά να αφαιρεί, εκείνος όμως βλέπει την πρόζα του συγγραφέα σαν Ευαγγέλιο και τη μεταφέρει ευλαβικά. Κατά την παρακολούθηση, είναι φορές που αισθάνεσαι σαν να διαβάζεις το βιβλίο: η λογοτεχνικότητα του διαλόγου αφαιρεί όχι από τον ρεαλισμό αλλά από τη φυσικότητα του θεάματος. Κι εδώ έρχονται να σώσουν μερικώς την κατάσταση δύο ανερχόμενα ταλέντα των καιρών μας, ο Κούπερ Χόφμαν, υιός του Φίλιπ Σέιμουρ, που χτίζει σιγά σιγά αξιόλογη φιλμογραφία, και ο Ντέιβιντ Τζόνσον, που έχει καταφέρει ήδη μικρούς ερμηνευτικούς άθλους, αλλά όχι στις κατάλληλες ταινίες, ώστε να αναδειχθεί η δουλειά του.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0