«Θυμάται αυτά τα χρόνια που χάθηκαν πια, σαν να βλέπει από ένα παράθυρο με σκονισμένα τζάμια. Το παρελθόν είναι κάτι που μπορεί να δει, αλλά όχι να το αγγίξει. Κι όλα όσα βλέπει είναι θολά και ακαθόριστα». Ο επίλογος του «In the mood for love» γράφεται στον εμβληματικό ναό Άνκορ Βατ στην Καμπότζη. Ο Τσόου ψιθυρίζει σε έναν τοίχο με γυρισμένη την πλάτη και αφού εξομολογείται την αγάπη του στη Σου, σφραγίζει τα λόγια του, και μαζί το μυστικό που δεν θα μοιραστεί με κανέναν άλλο. «Μυστικά» ήθελε να ονομάσει την ταινία του ο Γουόνγκ Καρ Βάι (σε μια απροσδιόριστη αρχική ιδέα δυο εραστών που τρώνε νουντλς και ανταλλάσσουν επισκέψεις), αλλά ο διευθυντής του Φεστιβάλ Καννών τού συνέστησε να βρει άλλον τίτλο, γιατί θα μπερδευόταν με άλλους που ήταν της μόδας εκείνη την περίοδο. Κάπως έτσι γεννήθηκε η Ερωτική Επιθυμία και σήμερα, είκοσι ένα χρόνια μετά την πρεμιέρα της, στοιχειώνει και συνταράσσει γαλήνια. Το αέναο βαλς του μισεμού παραμένει η σημαία της αγνής αγάπης, μιας επιθυμίας που δεν πρόλαβε να αναλωθεί, γιατί οι εραστές δεν καταδέχτηκαν ποτέ να ευτελίσουν την προσωπική τους ηθική.

 

Αν και το κομψό δράμα του δημιουργού του «Τσάνκινκγ Εξπρές» και των «Έκπτωτων Αγγέλων» εκτυλίσσεται στο βρετανικό Χονγκ-Κονγκ του 1962, η σχέση ανάμεσα στον δημοσιογράφο Τσόου και στην υπάλληλο μιας ναυτιλιακής εταιρείας, τη Σου, αναπτύσσεται στο περιθώριο του χρόνου, σαν να τον περιφρονεί. Το ρολόι, ένας ειρωνικός οφθαλμός που τους παρακολουθεί, δείχνει συνεχώς μια διαφορετική ώρα που ποτέ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Και το αξέχαστο μουσικό θέμα του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι υποκαθιστά μια χωροχρονική λούπα, σε αντίστιξη με την επαναλαμβανόμενη υπόσχεση που δίνει ο Νατ Κινγκ Κόουλ, τραγουδώντας το «Quizás», το ενδεχόμενο της ολοκλήρωσης, διόλου τυχαία στην ισπανόφωνη βερσιόν του, αφού ο Καρ Βάι υπονοεί μια λάτιν φλόγα στους καθωσπρέπει πρωταγωνιστές του, προφανώς επηρεασμένος από την προηγούμενη ταινία του, το «Ευτυχισμένοι Μαζί».

 

Παρά την αποχή από το σεξ, με τον δικό τους τρόπο οι δυο μοναχικοί σύζυγοι είναι ευτυχισμένοι μαζί (ή, καλύτερα, θα βιώσουν τη μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή τους, κοιτάζοντάς την αναδρομικά), όσο κι αν τους χωρίζει η αυστηρή συνείδηση και μια ιδιότυπη ενοχή. Δεν αργούν να αντιληφθούν πως οι σύζυγοί τους τούς απατούν. Προφέρουν την ατιμία που τους συνέβη δύσκολα ‒ είναι κάτι που δεν μπορούν να μοιραστούν με τους συναδέλφους και τους φασαριόζους γείτονες που τους περιστοιχίζουν, στα διπλανά διαμερισματάκια που έχουν νοικιάσει, ψελλίζοντας ανώδυνες προφάσεις, χωρίς να φταίνε. Δικαιολογούν τις παρασπονδίες των «δικών» τους, τους καλύπτουν για τα μάτια του κόσμου, πενθούν ιδιωτικά και βαδίζουν απολύτως παράλληλα, τόσο στην αργή διαδικασία «ανάνηψης», όσο και στο βουβό πάθος για την επόμενη κίνηση που γεννιέται ταυτόχρονα. Οι εραστές αυτοί δεν είναι πλατωνικοί: ο Καρ Βάι αποτυπώνει το πλησίασμά τους με κάθε πιθανό σωματικό θρόισμα, κάτω από διαφορετικά σημεία λήψης, μέσα στη μοναχικότητα και στις αντιδράσεις που έχουν στο περιθώριο των βλεμμάτων.

 

Η μεγάλη του σκηνοθετική κατάκτηση είναι πως η ταινία μοιάζει με ατελέσφορο ταξίδι της μνήμης, ενώ ρέει εμφανώς στο παρόν. Κάθε τους νεύμα εγκυμονεί συνέχεια, αλλά η φυσική εγκράτεια τούς περιορίζει σε ευγενική υποχώρηση. Βρίσκονται σε έναν δανεικό μικρόκοσμο, εκπατρισμένοι από τη Σανγκάη, φιλοξενούμενοι με άψογους κοινωνικούς τρόπους, που στην πορεία αποδεικνύονται αληθινοί. Είναι άνθρωποι που νοιάζονται πέρα από την επιφανειακή συμπεριφορά, αλλά δεν θέλουν να δίνουν δικαιώματα. Η φυλακή τους είναι διπλή και ο χώρος που τους δίνει ο Καρ Βάι απαιτεί κυκλική χορογραφία. Η βραβευμένη στις Κάννες ωρολογιακή αισθητική διάταξη τονίζει το ονειρικό σύμπαν στο οποίο λικνίζονται. Η Μάγκι Τσανγκ αλλάζει τα πολύχρωμα cheongsam της σαν μεταξωτά πουκάμισα και ο Τόνι Λιούνγκ πνίγεται σε σύννεφα καπνού. Διαβάζουν ιστορίες, μπαινοβγαίνουν σε ταξί, σπάνια τολμούν να ανοιχτούν και αμέσως το μετανιώνουν, αποφεύγουν τον συγχρονισμό, συχνά υποχωρούν, συγκρίνουν εμπειρίες, αντί να αποκαλυφθούν άμεσα, διασχίζουν εγκλωβισμένοι έναν συμβολικό διάδρομο, τον προθάλαμο μιας διαδρομής διφορούμενης και καταδικασμένης. Η παρηγοριά της συνεύρεσης τους, αυτό το βάσανο της παραμυθίας, καταλήγει σε ένα παιχνίδι συνεχούς επιστροφής στο σημείο μηδέν. Η ελεγειακή διατύπωση του Γουόνγκ Καρ Βάι αποθεώνει το φλερτ, το καθαγιάζει και το διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού, χωρίς να αποστειρώνει τον πόθο.