H υπέροχη, μικρή ταινία του Πίτερ Κατανέο έχει να αντιμετωπίσει δυο βασικά εμπόδια στην επικοινωνία της με ένα ενήλικο κοινό που αναζητά με το κιάλι αντίστοιχα crowdpleasers, πλέον σπάνια τα βρίσκει και τελικά καταλήγει στη λύση της αποχής. Το ένα είναι ότι παραπέμπει σε οικογενειακό θέαμα, ενώ δεν είναι τέτοιο. Υπάρχει, φυσικά, ένας πιγκουίνος, εκ φύσεως χαριτωμένος, και η ταινία εκμεταλλεύεται τη χαριτωμενιά του, ωστόσο δεν ποντάρει σε αυτή – τον χρησιμοποιεί πρωτίστως ως σύμβολο. Το άλλο είναι ότι πρόκειται για αγγλόφωνη παραγωγή και τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί το εξής φαινόμενο: μερίδα του κοινού προτιμά γνώριμες, εντελώς «αμερικανικές» συνταγές αποκλειστικά στην ξενόγλωσση εκδοχή τους, συνήθως τη γαλλική, θεωρώντας πως η άλλη γλώσσα συνοδεύεται αυτομάτως από προστιθέμενη σινεφιλική αξία και ότι έτσι η ταινία δεν υπάγεται στην κατηγορία της «αμερικανιάς» – 7 στους 10 θεατές που λένε πόσο τους αρέσει το γαλλικό σινεμά, στην πραγματικότητα εννοούν τους Άθικτους και το Θεέ μου, τι σου κάναμε.
Αν το Penguin Lessons καταφέρει να υπερβεί αυτούς τους δυο σκοπέλους κι έναν τρίτο, λίγο μικρότερο –τη μειωμένη αναγνωρισιμότητα του (έξοχου) πρωταγωνιστή Στιβ Κούγκαν εκτός βρετανικών συνόρων–, θα μπορέσει να βρει το κοινό του και θα το ανταμείψει. Το φιλμ βασίζεται στο ομώνυμο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τομ Μισέλ, ενός δασκάλου που βρέθηκε να διδάσκει αγγλικά σε σχολείο της Αργεντινής το 1976, κατά τις πρώτες μέρες του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Ο ήρωας βρίσκει τον πιγκούινο του τίτλου ξεβρασμένο σε μια παραλία, μοναδικό επιζήσαντα από το σμήνος του, το οποίο ξεκλήρισε μια πετρελαιοκηλίδα. Ο μόνος λόγος που τον περιμαζεύει είναι για να εντυπωσιάσει μια γυναίκα που φλερτάρει.
Από απρόθυμος σαμαρείτης, σταδιακά ο χαρακτήρας μετατρέπεται σε ενθουσιώδη φροντιστή και διδάσκεται την αρετή της συμμετοχής και της «εμπλοκής» σε έναν κόσμο που επιβραβεύει τους «ήσυχους» πολίτες, εκείνους που κοιτάζουν μόνο τη δουλειά τους – αλλά κατά προτίμηση την εκτελούν μηχανικά, ειδικά όταν βρίσκονται σε θέση ικανή να διαμορφώσει συνειδήσεις. Μπορούμε να ακούσουμε ήδη τις αντιρρήσεις μερίδας της κριτικής για τη στρογγυλεμένη εκδοχή της βίας, την οποία η ταινία όχι μόνο αναγνωρίζει αλλά κατονομάζει –«είσαι τυχερός», λέει ο συνάδελφός του στον ήρωα, όταν εκείνος προσπαθεί να μετριάσει με χιούμορ τη νύχτα που πέρασε στο κρατητήριο–, καθώς και για την εξιδανίκευση της κατακλείδας της. Ο αντίλογος, βέβαια, λέει ότι, από τη στιγμή που κάθε ιδεολογία ευαγγελίζεται ένα καλύτερο μέλλον και υποδεικνύει τον τρόπο για να έρθει, δεν είναι τρομερή αντίφαση να προβάλλουμε ιδεολογικές ενστάσεις όταν μια ταινία επιχειρεί μια (φευγαλέα έστω) απεικόνιση αυτού του μέλλοντος, έστω και σε micro περιβάλλον;
Είναι μεγάλη συζήτηση, στην οποία θα επανέλθουμε με άλλη αφορμή, σε κείμενο θεωρητικού χαρακτήρα. Η ουσία είναι ότι, περίπου τρεις δεκαετίες μετά το Full Monty, ο Πίτερ Κατανέο κατάφερε και πάλι μια καλή ταινία μεγάλου (ενήλικου) κοινού, μια δραμεντί στρωτή και καλοζυγισμένη, με σαφές πολιτικό πρόσημο –ιδωμένο υπό το πρίσμα του σινεμά που πρεσβεύει πάντα– και με «ακαδημαϊκή» γραφή, αλλά αμφιβάλλουμε αν θα τη λογαριάσουν για μειονέκτημα οι θεατές που θα βγαίνουν από την αίθουσα με υγρά μάτια.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0