Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Λουτράκι. Είναι άλλο το να είσαι από μια αυτόνομη και αυτάρκη πόλη ή χωριό ή κωμόπολη και εντελώς διαφορετικό το να κατάγεσαι από τουριστικό μέρος. Είναι εντελώς άλλη ζωή. Το προπολεμικό Λουτράκι ήτανε θέρετρο των αστών. Είχε καζίνο και υπέροχα ξενοδοχεία, τα οποία με έναν παλιότερο σεισμό και με τον πιο πρόσφατο του 1981 σχεδόν έχουν αποδεκατιστεί.
• Από την Δ΄ γυμνασίου, δηλαδή την Α΄ λυκείου, πήγα στην Κόρινθο, στο Πρακτικό. Έπαιρνα κάθε πρωί το λεωφορείο και κάθε μεσημέρι γύριζα στο Λουτράκι. Ήμουνα ετεροδημότης μαθητής. Αν από την Κόρινθο περνούσαν 80 παιδιά σε ανώτατα ιδρύματα, από το Λουτράκι περνούσε ενάμισης μαθητής τον χρόνο. Είναι άνθρωποι οι οποίοι είναι ολότελα προσανατολισμένοι στον τουρισμό. Έχουν αυτή την περίεργη ζωή των τεσσάρων-πέντε μηνών δουλειάς και των υπόλοιπων εφτά ουδέτερων μηνών. Ο πατέρας μου ασχολούνταν με τον τουρισμό δευτερογενώς. Πουλούσε ζάχαρη, αλλά όχι μόνο στα μπακάλικα. Καταλαβαίνεις τι έφευγε το καλοκαίρι.
• Ο παππούς μου είχε ένα πολύ διάσημο εστιατόριο στην πλατεία Λουτρακίου, «Τα Ρεππάκια», το οποίο συνέχισαν για λίγα χρόνια οι θείοι μου. Τώρα αντιλαμβάνεσαι πώς ήταν η κατάσταση μεταπολεμικά, σε μια Ελλάδα που αγκομαχούσε να συνέλθει. Εγώ γεννήθηκα το 1959 και φυσικά τη δεκαετία του 1960 έζησα μια ειδυλλιακή ζωή. Όλες οι σκοτεινές ιστορίες για τον πόλεμο ήτανε κάτι πάρα πολύ μακρινό. Στα αυτιά ενός παιδιού ακουγόντουσαν σαν κάτι πάρα πολύ παλιό, που δεν το αφορά. Αν σκεφτώ τώρα πόσο απέχουμε χρονικά από τη Χούντα, τρελαίνομαι με το πόσο μικρή απόσταση είχα εγώ από τον πόλεμο.
«Τα πρόσωπα που ευγνωμονώ στη ζωή μου είναι η Τζόυς για τα γέλια, η Βαγενά για το προξενιό και η κυρία Ελβίρα για τις "Τρεις Χάριτες". Απορρίφθηκε από τα κρατικά κανάλια και από τον Ant1 αλλά το πήρε το Mega. Από εκεί εγώ πάτησα ένα κουμπί και άρχισε να ανεβαίνει το ασανσέρ και το ένα έφερνε το άλλο».
• Η μαμά μου ήταν ένα κοριτσάκι απ’ την Περαχώρα που ήρθε νύφη στο Λουτράκι. Ήταν πάρα πολύ ενζενί. Η ξαδέρφη μου η Ειρήνη κάποια στιγμή, κάπως ήρθε η κουβέντα για τη θεία Μπεμπέκα των «Τριών Χαρίτων», και μου είπε: «Δεν ξέρεις ποια είναι η Μπεμπέκα;». «Όχι», λέω, «γιατί, ξέρεις εσύ;», μιας και θεωρούσα ότι είναι ένα πρόσωπο επινοημένο απ’ τη φοβερή θεατρική μου φαντασία. «Η μάνα σου, Μιχάλη», μου απαντά. Πράγματι, είναι μια μετάλλαξη της μαμάς μου. Απλώς η Άννα Κυριακού είχε ένα πολύ αστικό αθηναϊκό ήθος, διότι είναι απόλυτα Αθηναία. Η μάνα μου ήταν ένα κορίτσι της επαρχίας που είχε ενζενίστικη νοοτροπία. Πολλά δεν συνειδητοποιώ όταν γράφω και μετά καταλαβαίνω ότι είναι καθαρή αντιγραφούρα.

• Το ότι υπήρχαν άνθρωποι που είχαν διαφορετική νοοτροπία από εμάς το καταλάβαινα κάνοντας παρέα με παιδάκια που ήταν από την Αθήνα και ερχόντουσαν το καλοκαίρι για διακοπές. Οι ενδοοικογενειακές τους σχέσεις ήτανε πολύ διαφορετικές από αυτές που είχαμε εμείς, κυρίως οι γονείς μεταξύ τους. Είχανε άλλη συμπεριφορά από αυτή που είχα συνηθίσει εγώ στο δικό μου το σπίτι. Δεν υπήρχε η λαϊκή αμεσότητα που υπήρχε σε εμάς. Θυμάμαι τους γονείς μου, και γελάγαμε πολύ ο αδελφός μου ο Παναγιώτης και εγώ, που όταν τους έβγαινε το κέφι στο μεσημεριανό τραπέζι, σηκωνόντουσαν και χορεύανε. Μπορεί να χορεύανε ταγκό, ας πούμε, ή ένα τραγούδι της Σοφίας Βέμπο, για παράδειγμα, που έπαιζε στο ραδιόφωνο. Γελάγανε κι αυτοί βέβαια. Όχι μόνο τις Κυριακές, μπορεί να γινόταν και μια οποιαδήποτε καθημερινή. Θυμάμαι να στήνεται καλαματιανός. Αυτό, ας πούμε, με αστούς γονείς δεν θα γινότανε. Υπήρχε ένα άλλο είδος πολιτισμού, ένα άλλο είδος απόστασης ανάμεσά τους.
• Ζούσα λοιπόν σε ένα Λουτράκι σχιζοφρενές των δύο-τριών χιλιάδων κατοίκων. Ένα μεγάλο χωριό δίπλα στην Αθήνα. Όταν άκουγα την εκπομπή «Λιλιπούπολη» στο Τρίτο, ήταν σαν να έβλεπα ακριβώς το Λουτράκι. Άμα παρατηρήσεις πώς περιγραφόταν η Λιλιπούπολη, είχε και θάλασσα και βουνό, το μικρό λιμάνι και το χωριό Λίλιτσα πάνω στο βουνό, που για εμάς ήταν η Περαχώρα. Είναι μια ευλογημένη πόλη, κατά την άποψή μου. Ωστόσο είχα τάσεις φυγής και δεν έχω τάσεις επανόδου. Ούτε νοσταλγία. Ήξερα ότι δεν ανήκω σε αυτόν τον κόσμο, το ήξερα μέσα μου πολύ καλά. Δεν έχω ιδέα από πού το κατέβαζε το μυαλό μου αλλά ήξερα πως δεν θα ήθελα να ζω στο Λουτράκι, ότι θα ήθελα να ζω στην Αθήνα. Όταν μετακόμισα στην Αθήνα, ήταν σαν να ξέχασα από πού προέρχομαι.
• Με τον αδερφό μου όταν ήμασταν μικροί πηγαίναμε το καλοκαίρι καθημερινά στον Καραγκιόζη, το αγαπούσα πάρα πολύ. Θέατρο πηγαίναμε με τη μαμά μου όταν κατεβαίναμε στην Αθήνα, κι όποτε γινόταν συζήτηση γύρω από κάτι που είχε να κάνει με το θέατρο νόμιζα ότι μιλούσα για κάτι δικό μου. Ωστόσο θυμάμαι ένα καλοκαίρι να βλέπουμε το «Αγάπη μου Ουάουα» με την Αναλυτή –και νομίζω με τον Μπάρκουλη, όχι με τον Ρηγόπουλο– και να έχει πιάσει ένας φοβερός αέρας, γιατί στο Λουτράκι άμα το πιάσει το τρελό του τα σηκώνει όλα, και πέσανε τα σκηνικά και οι ηθοποιοί φυλαγόντουσαν να μην πέσουν επάνω τους.

• Αλλά καθώς μεγαλώναμε, εκείνη την εποχή για εμάς ήταν το σινεμά. Όλη τη δεκαετία του 1960 έβλεπα Φίνος Φιλμ. Πότε ήταν που με εντυπωσίασε κάτι διαφορετικό; Ναι, το θυμάμαι. Πρέπει να ήταν στο θερινό σινεμά Ορφέας, στο Λουτράκι, όπου είδα το «Σατυρικόν» του Φελίνι. Δεν καταλάβαινα –έκτοτε μπορεί να το έχω δει και 20 φορές, το έχω και σε DVD– τι συνέβαινε, δηλαδή τη βασική σχέση του Άσκυλτου με τον Εγκόλπιο. Νόμιζα ότι ήταν φίλοι αλλά δεν μπορούσα να εισπράξω και όλο το υποδόριο που υπήρχε μεταξύ τους. Όμως γεννήθηκε μέσα μου ένα θάμβος. Χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, είπα «Αυτό!». Θυμάμαι επίσης μια άλλη μια φορά που είχα πάει με τον αδερφό μου, ποιος ξέρει τώρα πώς, και είδαμε το «Θάνατος στη Βενετία», και το ερμηνεύσαμε, γιατί δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι ο Τάτζιο είναι κορίτσι. Ότι ήταν το δράμα ενός ανθρώπου μεγάλης ηλικίας που αγάπησε ένα μικρό κοριτσάκι. Μόνο τη δεύτερη φορά κατάλαβα τι ήταν ο Τάτζιο. Πού να μας πάει το μυαλό, δώδεκα χρονών ήμουν.
• Στην οικογένεια τα γούστα του μπαμπά μου και της μαμάς μου ήταν το ελαφρό τραγούδι εκείνης της εποχής, Σουγιούλ και Μουζάκης από τη μία, Τσιτσάνης, Βέμπο, Μπιθικώτσης από την άλλη. Αλλά την πρώτη φορά που άκουσα την «Ιθαγένεια» του Μαρκόπουλου, ή τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι, ήταν αποκάλυψη. Το πρώτο πράγμα όμως που με εντυπωσίασε σαν εξώφυλλο –γιατί κατά τα άλλα σαν άκουσμα ήταν γενικά στρωτό– ήταν το «Της Γης το χρυσάφι», που είχε μια ζωγραφιά του Αλέκου Φασιανού και έγραφε στο οπισθόφυλλο «Ο Φασιανός του εξωφύλλου είναι της συλλογής…». Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω πού είναι ο φασιανός, γιατί αυτό δείχνει μια παραλία με κάτι καράβια, που μάλλον τουμπάρανε κιόλας, και κάτι ανθρωπάκια. Πού στο διάολο είναι ο φασιανός, αναρωτιόμουν. Όμως εικαστικά με τρέλανε, γιατί μου άρεσε κιόλας πάρα πολύ. Φυσικά, όταν είδα το εξώφυλλο του Μόραλη, καταλαβαίνεις. Από πού μου ερχότανε στην ουσία αυτό που με τραβούσε τόσο πολύ, δεν το καταλάβαινα.
• Τέλειωσα το 5ο Γυμνάσιο Αθηνών, στα Εξάρχεια. Και νομίζω ότι ήταν σαν να βρέθηκα εκεί όπου πραγματικά έπρεπε να είμαι. Ακόμα πιο πολύ όταν πέρασα στη σχολή του Εθνικού. Αρχικά δήλωσα και πέρασα Μαθηματικό για να μην έχω την γκρίνια των γονιών μου. Βέβαια οφείλω να ομολογήσω ότι η μεγαλύτερη χαρά που έχω πάρει στη ζωή μου, κι έχω ζήσει και πρεμιέρες και ρεκόρ, η πιο συμπυκνωμένη χαρά ήταν όταν άκουσα το όνομά μου στο ραδιόφωνο, γιατί τότε οι εισαχθέντες στο πανεπιστήμιο ανακοινώνονταν από το ραδιόφωνο. Όταν άκουσα επώνυμο, όνομα και πατρώνυμο να τα λέει το ραδιόφωνο. Κοίταξε, το έκανα για το χατίρι των δικών μου, γιατί όταν είσαι κεντραρισμένος μια ζωή ότι κάτι πρέπει να κάνεις… Εννοείται πως με ενδιέφερε το θέατρο αλλά ντρεπόμουν να το εκφράσω. Μου φαινόταν πολύ ψωνίστικο να πεις «θέλω να κάνω θέατρο».
• Τα πρώτα χρόνια που έμεινα εδώ μπορεί να έβλεπα και τέσσερις ταινίες την ημέρα, γιατί τότε παίζανε από νωρίς τα σινεμά. Και θέατρο έβλεπα πάρα πολύ. Είχα δει πολύ θέατρο και πριν έρθω στην Αθήνα αλλά όταν έγινα κάτοικος Αθηνών το τερμάτισα. Έβλεπα Εθνικό, Κουν αλλά και τη Στοά του Παπαγεωργίου. Και Λαμπέτη φυσικά, που τη δεκαετία του ’70 είχε ένα φωτοστέφανο, έχαιρε πολύ μεγάλης εκτίμησης.
• Εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά λογικό να στραφείς στην Αριστερά. Γιατί ήταν και η πρώτη φορά που η Αριστερά μπορούσε να μιλάει ανοιχτά χωρίς να φοβάται, και η νεολαία της γενιάς μου, της Μεταπολίτευσης, σε πολύ μεγάλο βαθμό στράφηκε στα κόμματα της Αριστεράς. Ακόμα θυμάμαι με νοσταλγία αυτό που κάποτε ήτανε, αν και δεν ξέρω κιόλας τι ακριβώς ήτανε αυτό το μόρφωμα που λέγεται ΚΚΕ Εσωτερικού, νομίζω όμως ότι ήταν το μεγάλο μου σχολείο. Δηλαδή οι εκδόσεις Κέδρος, οι εκδόσεις Ίκαρος, αφού για εμάς η βιβλιογραφία του Ελύτη και του Σεφέρη ήταν ο Μίκης. Συνεπώς όλη αυτή η κουλτούρα είχε ένα αριστερό πρόσημο. Γιατί στο ΚΚΕ δεν υπήρχαν αυτά τα ενδιαφέροντα για ψυχανάλυση, διαβάσματα. Αντίθετα, το ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν εκείνο που μπόλιασε τα πάντα, όλα τα κόμματα, όλο τον Τύπο. Ήταν ένα φυτώριο διαμόρφωσης ανθρώπων που τροφοδότησε γόνιμα ένα μεγάλο φάσμα της ελληνικής κοινωνίας σε αρκετές ηγετικές θέσεις. Ακόμα και η Δεξιά έχει δανειστεί πάρα πολύ κόσμο που έχει παρελθόν στον Ρήγα Φεραίο.

• Το 1981 έγινε ένας σεισμός με επίκεντρο τις Αλκυονίδες Νήσους, στο Ηραίο, πολύ κοντά στο Λουτράκι. Με καλεί ο μπαμπάς μου και μου λέει «Μιχάλη παιδί μου, εγώ δεν μπορώ πλέον να πληρώνω για τις σπουδές σου. Πρέπει να δουλέψεις. Το πρώτο διάστημα όσο μπορώ θα σου πληρώνω το ενοίκιο της γκαρσονιέρας σου». Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι από το βάρος θα σκιζόταν το καραβόπανο της καρέκλας που καθόμουν και θα πέσω κάτω. Δεν έδειξα κάτι, είπα απλώς «Ναι, μπαμπά». Είχε στραπατσαριστεί γενικά ο μπαμπάς, η υγεία του, οι δουλειές του, πολλά. Εγώ τότε ήμουν ένα παιδί εντελώς αφελές, νόμιζα ότι τα λεφτά τα ξεκολλάμε από τον τοίχο. Μετά από αυτό ένιωσα πως με πέταξαν πρόσφυγα στον δρόμο. Κι αντί να κάνω κάτι συντηρητικό, να πάω να τελειώσω το Μαθηματικό και βλέπουμε, εκείνη την ώρα ήταν σαν να μου είπε κάποιος «Μιχάλη, μέχρι πότε θα υποκρίνεσαι κάτι που δεν είσαι; Πόσες ζωές νομίζεις ότι θα ζήσεις;». Και τότε είπα «πήδημα στο κενό». Γιατί αυτό είναι η δουλειά μας. Όποιος μπορεί και το αντέχει. Από κει και πέρα τα εργασιακά τα θεωρώ περίεργα. Δεν λέω ότι δεν χρειάζονται, είμαστε επαγγελματίες, ζούμε από αυτό, αλλά είναι ένα πολύ περίεργο και τυχοδιωκτικό επάγγελμα. Αν δεν το αποδεχτείς, είσαι για πάντα δυστυχισμένος.
• Στο Μαθηματικό είχα γνωρίσει την Ελένη Φίλιππα, που ήταν και εκείνη στη Σχολή και μου είχε συστήσει κάποιους νέους ηθοποιούς που φοιτούσαν στο Εθνικό και μου κάνανε μάθημα. Μπήκα το 1982, στα είκοσι τρία μου, και επιτέλους βρέθηκα στα νερά μου. Όταν λέμε στα νερά μου, είναι πολύ σχετικό, γιατί ήμουν –και νομίζω πως ακόμα είμαι– πολύ αφελής άνθρωπος. Την πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πόσο σκληρά ανταγωνιστικός είναι ο χώρος, σοκαρίστηκα, δεν το φανταζόμουνα. Όταν κατάλαβα πως παίζονται ίντριγκες, ότι δημιουργούνται δίνες εις βάρος κάποιων μαθητών, υπέρ κάποιων άλλων, όταν συνειδητοποίησα πώς κινείται το πράγμα και την ανθρωποφαγία που επικρατεί μέσα σε αυτό, δεν μπορώ να το εξηγήσω σε τι βαθμό σοκαρίστηκα. Επειδή ως φοιτητής ήμουν ο χειρότερος των χειροτέρων, δεν είχα και κανένα ανταγωνισμό, έβλεπα ποια παιδιά είναι έξυπνα και δεν ένιωθα ανταγωνιστικά απέναντί τους, δεν είναι του χαρακτήρα μου. Εγώ νόμιζα ότι τα ανθρώπινα προβλήματα είναι τα ερωτικά, οι σχέσεις· πού να φανταζόμουν πως το επάγγελμα είναι ένα πάρα πολύ σκληρό πράγμα. Όπως όταν μου είπε ο μπαμπάς μου ότι πρέπει να δουλέψω κι αισθάνθηκα σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα πεταμένο στον δρόμο – κάπως έτσι ήταν, δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινότανε. Σκεφτόμουν «Χριστέ μου, πού έχω έρθει; Τι είναι αυτό το πράγμα;». Σιγά-σιγά εγκλιματίστηκα, γέλαγα πάρα πολύ, διασκέδαζα. Σε πολλούς ανθρώπους χρωστάω πολλά αλλά στην Τζόυς Ευείδη χρωστάω το γέλιο της ζωής μου. Κάναμε πολλή παρέα και με την Έφη τη Μουρίκη, τρομερά καλό παιδί. Αυτοί οι τρεις ήμασταν. Η Έφη ήταν αριστούχος, η Τζόυς και εγώ ήμασταν πάτοι. Είχα δασκάλους πολύ σοβαρούς επαγγελματίες, θηρία της σκηνής: Αντιγόνη Βαλάκου, Ελένη Χατζηαργύρη, Ιάκωβο Ψαρρά, Ανδρέα Φιλιππίδη, τη Μαίρη Αρώνη – πολύ κοκέτα, πολύ αστεία, και συμπαθούσε τα αγόρια. Όπως και η Βαλάκου, η οποία επίσης συμπαθούσε εμφανώς περισσότερο τα αγόρια. Καταλαβαίναν ότι η Τζόυς και εγώ ήμασταν για το ελαφρό θέατρο. Μας σέβονταν αλλά δεν θα μπορούσαμε να είμαστε αριστείς. Εγώ τουλάχιστον δεν πίστευα ότι ήμουν και καλός. Οι άνθρωποι ήταν φειδωλοί μαζί μου, ωστόσο δεν ήταν και για να μείνω. Το ελαφρό θέατρο ήταν η φύση μας, και αυτοί το καταλαβαίνανε, κι όχι μόνο, το σέβονταν και αυτοί το στήριζαν. Ο Τάσος Λιγνάδης, που όταν πέθανε είπα «τώρα βρήκες κι εσύ να πεθάνεις, πάνω που κάτι πήγα να κάνω στη ζωή μου», θυμάμαι ότι μου έδειχνε τρομερά μεγάλη εμπιστοσύνη. Και τρομερά μεγάλο σεβασμό απέναντι σε μαθητή. Τότε δεν καταλάβαινα πόθεν. Μάλλον το ένστικτο αυτών των ανθρώπων τούς έλεγε «αυτό το παιδάκι κάτι θα κάνει».

• Όσο ήμουν στη Σχολή, ουδέποτε ζήλεψα κάποιο ρόλο. Πήγαινα και έβλεπα μια ταινία, μια άλλη, παραστάσεις, κι έκανα κριτική, μιλούσα σαν μικρός Τάσος Λιγνάδης. Είχα πάντα μια συνολική εικόνα των παραστάσεων, σε αντίθεση με τους συμμαθητές μου που έδιναν σημασία στους ρόλους που τους ενδιέφεραν.
• Εννοείται ότι για να ζήσω σέρβιρα σε διάφορα μπαρ, μάλιστα σε ένα από αυτά είχα αφεντικό τον Ντίνο Αυγουστίδη, υπέροχος και πάρα πολύ όμορφος άνθρωπος. Ως ηθοποιός δεν ήμουν κάτι το ιδιαίτερο και δεν νομίζω ότι υπήρξε κανείς άδικος μαζί μου. Είχαν δίκιο οι άνθρωποι και δεν μου έδιναν ρόλους, το βρίσκω λογικό για πολλούς ηθοποιούς που δυσκολεύτηκαν. Ζεν πρεμιέ δεν ήμουνα, κωμικός σαν τους μεγάλους κωμικούς σίγουρα δεν ήμουνα, ήμουν ένα μπασταρδεμένο πράγμα και στην ουσία έπρεπε να βρω κι εγώ τον εαυτό μου. Ήμουν πασάμπλ αλλά όχι και κάτι ιδιαίτερο ώστε να το λιμπιστεί κανείς.
• Τα χρόνια που έβλεπα πολύ θέατρο –τα καλοκαίρια πάντα Επίδαυρο, εννοείται και το Άλσος Παγκρατίου– το Ελεύθερο Θέατρο για τη γενιά μας ήταν σημαία. Έτρεφα μεγάλη αγάπη για την Άννα Παναγιωτοπούλου και τον Σταμάτη Φασουλή. Αυτά πριν πάω στη Σχολή. Η πρώτη παράσταση που με σόκαρε, αν και οι άνθρωποι του Θεάτρου Τέχνης δεν το θεωρούσαν τίποτα σπουδαίο, ήταν το «Τρωίλος και Χρυσηίδα» του Σαίξπηρ, με το οποίο τρελάθηκα. Αφού θυμάμαι ακόμα την Αννίτα Σαντοριναίου που έκανε μια βουβή δούλα της Ελένης, που ήταν η Πιτακή. Όταν συνεργαστήκαμε μετά από πάρα πολλά χρόνια στο «Ο Έβρος απέναντι», της είπα ότι τη θαύμαζα από τότε που δεν μιλούσε. Είχα μανία με τους ηθοποιούς, τους λάτρευα. Φυσικά η μεγάλη μου λατρεία είναι η Παναγιωτοπούλου. Ήταν προσκύνημα η επίσκεψή μου σε κάθε παράσταση της Άννας. Αν και συνεργαστήκαμε, ποτέ δεν ήρθαμε πολύ κοντά, είναι περίεργο αυτό. Εγώ νιώθω κοντά με τη Νένα Μεντή, και με τον Σταμάτη νιώθω κοντά, μέσα από πολλά αντιφατικά συναισθήματα, πρέπει να ομολογήσω. Αλλά οφείλω να πω ότι τον Σταμάτη τον αγαπάω, δεν είναι μια σχέση επαγγελματική – μόνο.
• Εγώ ποτέ μου δεν αποφάσιζα. Ο σεισμός αποφάσισε να πάω στη Σχολή και η ζωή να πάω στο Εθνικό, γιατί είχα δώσει και στου Κουν και με είχαν απορρίψει. Όταν τελείωνα το τρίτο έτος, η Σχολή ανέβασε μια επιθεώρηση και ήρθε ξαφνικά να τη δει όλο το ελληνικό θέατρο. Η ψυχή της επιθεώρησης ήταν κατά βάση ο Δήμος Μυλωνάς, και του μπαίνει του Λεμπέση η αποτυχημένη ιδέα –γιατί ό,τι είναι τεχνητό είναι σίγουρα και αποτυχημένο– να φτιάξει μια εναλλακτική της Ελεύθερης Σκηνής, να παίξουμε ως «Τα παιδιά του Εθνικού» μια επιθεώρηση στο Θέατρο Λαμπέτη. Αυτό πήγε έτσι κι έτσι και αμέσως μετά το ίδιο σχήμα ανέβασε στο Περοκέ το «Υπάρχουν και χειρότερα» σε σκηνοθεσία του Δαλιανίδη, το οποίο πήγε άπατο. Εκεί εγώ έγραψα τα πρώτα μου κείμενα. Δηλαδή, η πρώτη μου συγγραφική απόπειρα ήταν για κλάματα. Αλλά άρεσε στην Άννα Βαγενά και μου πρότεινε να γράψω κάποια επιθεωρησιακά νούμερα. Τότε έγραφα με τον Σπύρο Μεταλληνό και, καθώς εκείνος έλειπε σε διακοπές, η Βαγενά μάς έβαλε με τον Θανάση Παπαθανασίου, που τον είχε ανακαλύψει μαζί με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, να γράψουμε κείμενα για μια βιντεοκασέτα. Καθόμαστε με τον Θανάση και ξεπετάμε σε ένα απόγευμα ένα νούμερο. Της αρέσει και ζητά και άλλο. Κι έτσι μας έκανε το προξενιό. Καθώς ξεκινήσαμε πολύ αισιόδοξα, νομίζαμε ότι έτσι εύκολα θα γράφουμε πάντα, αλλά η ζωή απέδειξε το αντίθετο. Κάναμε το «Κανάλι της Βαγγελίτσας» και μετά ήρθαν οι «Τρεις Χάριτες». Η κυρία Ελβίρα – δεν μπορώ να την λέω αλλιώς, κι ας έχει πεθάνει– η μαμά της Φρόσως Ράλλη, αυτή τα έκανε όλα. Εμείς τη γνωρίσαμε μέσω της Βαγενά και πήγαμε με τρεις προτάσεις και μας είπε: «Αυτή με τις τρεις γυναίκες θέλω». Τα πρόσωπα που ευγνωμονώ στη ζωή μου είναι η Τζόυς για τα γέλια, η Βαγενά για το προξενιό και η κυρία Ελβίρα για τις «Τρεις Χάριτες». Απορρίφθηκε από τα κρατικά κανάλια και από τον Ant1 αλλά το πήρε το Mega. Από εκεί εγώ πάτησα ένα κουμπί και άρχισε να ανεβαίνει το ασανσέρ και το ένα έφερνε το άλλο.

• Γράψαμε τις «Τρεις Χάριτες» με τον Θανάση για την Άννα Παναγιωτοπούλου, τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου και τη Μίνα Αδαμάκη. Κι ενώ η Μίρκα ήταν εκείνη που παραινούσε τις άλλες δύο να συμμετέχουν, κάτι έπαθε και αποχώρησε. Ψάχναμε να βρούμε το τρίτο πρόσωπο. Εκείνο το καλοκαίρι έπαιζε η Νένα Μεντή σε μια επιθεώρηση, μαζί με την Άννα και τη Μίνα, σε ένα νούμερο παταγώδους αποτυχίας. Βέβαια η Νένα είχε παίξει με τον Μινωτή στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, και είχαμε μεγάλο σεβασμό για τη γενιά του Άλσους. Το νούμερο ήταν χάλια και είπαμε «μωρέ για να αντέχει αυτή τέτοια μπούρδα, κάτι πρέπει να είναι αυτή η κοπέλα». Έτσι έγινε το συνοικέσιο και έκλεισε η πιο αγαπημένη τριάδα της ζωής μου.
• Ο μπαμπάς μου δεν πρόλαβε να δει τίποτε άλλο πέρα από τις Τρεις Χάριτες. Λίγο πριν πεθάνει μου είπε «Βρε παιδί μου, που να το ήξερα ότι είχες ταλέντο». Γιατί όταν μπήκα στο Εθνικό μού έλεγαν «Έλα ρε Μιχάλη, με αυτές τις κουταμάρες;». Κατά κάποιο τρόπο μου ζήτησε συγγνώμη. Η μαμά μου είδε μέχρι και το «Ποια Ελένη;».
• Ο Θανάσης κι εγώ αφήνουμε τον εαυτό μας ελεύθερο, σπάνια έχουμε συγκρουστεί για ιδεολογικά θέματα, ακόμα πιο σπάνια για κάποιο αστείο, αλλά εκεί που μπορεί να σκοτωθούμε, να ανοίξουμε κεφάλια, είναι για θέματα πλοκής. Σε όλα όμως ήμασταν τελικά απόλυτα σύμφωνοι. Αν πω ότι κάτι με προσβάλλει, ότι δεν γράφεται γιατί θεωρώ πως είναι φερειπείν σεξιστικό, τότε πρέπει να βρεθεί τρίτος τρόπος να πεις το αστείο, να πας παρακάτω. Αν ένας από εμάς πρόβαλλε ένα τέτοιου είδους βέτο, δεν προχωρούσε. Βρίσκαμε άλλο τρόπο να συνυπάρξουν οι απόψεις και των δύο. Στις «Χάριτες» εντοπίζεις σπερματικά όλες τις θεματικές που μας απασχόλησαν στα επόμενα έργα μας. Όπως η αποκάλυψη της νοοτροπίας μιας γενιάς που στήριξε τον καταναλωτισμό όσο τίποτα, και ταυτόχρονα σε επίπεδο πολιτικής έκφρασης ήταν σχιζοφρενικά ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτό δεν το συνειδητοποιούσαμε πολιτικά, αλλά επειδή ο κωμοδιογράφος έχει την αίσθηση του γελοίου, καταλαβαίναμε ότι κάτι γίνεται με αυτόν τον χώρο, πως αυτή η επαναστατικότητα δεν έχει κάτι το φυσικό. Αυτό έπιανε η διαίσθησή μας. Όπως και τον φαρισαϊσμό αυτού του κόσμου. Γιατί από ένα σημείο και μετά έγινε φαρισαϊκό όλο αυτό.
• Μετά τις «Τρεις Χάριτες» αποφασίσαμε τελείως συνειδητά το «Δις εξαμαρτείν». Θέλαμε να βάλουμε μέσα στο μικροαστικό σαλονάκι έναν αιρετικό έρωτα, όχι για να τον απορρίψουν αλλά για να τον συνεριστούν. Για το αιρετικό, είπαμε να υπάρχουν μια γυναίκα και δύο άντρες. Και λέγαμε, Άννα Παναγιωτοπούλου με τους Μπέζο και Χαϊκάλη, παραδείγματος χάρη, κάτι που να θυμίζει τον ψευδο-ερωτισμό του Σακελλάριου, ή κάποιοι που να μην είναι sex symbols αλλά να σου δημιουργούν την εικόνα ότι κάτι κάνουν ιδιωτικά; Η πρώτη εκδοχή ίσως να ήταν πιο πετυχημένη, γιατί τελικά το «Δις εξαμαρτείν» δεν έφτασε την επιτυχία των «Χαρίτων». Ήταν συνειδητή μας επιλογή να σκανδαλίσουμε, να θέσουμε κανονικά το πρόβλημα, όχι σαν μια φαρσούλα. Οι γύρω ρόλοι απαλύνανε το κεντρικό, δύσκολο θέμα. Αλλά έτσι το πήγαμε μέχρι τέλους, και η Μεντή/Άννα Ραγιά δεν κατέληγε ποτέ πουθενά.



• Οι εννιά στις δέκα κριτικές για το «Safe Sex» ήταν λίβελοι, όπως και για όλα μας τα κινηματογραφικά έργα. Μόλις έβγαιναν στις αίθουσες, μας περίμενε μια αρνητική κριτική. Και για τις τέσσερις ταινίες. Μισό ή ένα αστεράκι. Έτσι αντιμετωπίστηκε και το «Οξυγόνο» που βραβεύτηκε από τη Fipresci. Εκεί δεν ήξεραν πρόσωπα και πράγματα στην Ελλάδα, η ταινία τούς εντυπωσίασε και τη βράβευσαν. Θυμάμαι έναν εμβριθή διανοούμενο που έλεγε πως «καμιά φορά υπάρχουν και άδικα βραβεία».
• Στο «Βίρα τις άγκυρες», επειδή ο Σταμάτης Φασουλής είναι ένας πάρα πολύ σοβαρός άνθρωπος της δουλειάς, ήθελε να βρισκόμαστε καθημερινά σε όλες τις πρόβες. Σε τόσο ενοχλητικό βαθμό, που αναγκάστηκα να λέω βλακώδη ψέματα για να ξεφύγω μερικές μέρες. Μέχρι που θύμωσα και του είπα «Τι θα γίνει; Όταν το γράφαμε ήσουν κι εσύ από δίπλα, παρεούλα;». Ωστόσο ήμασταν σύμφωνοι με τον Σταμάτη σε όλα. Ποτέ δεν αυθαιρέτησε.
• Μετά τα 45 ζορίστηκα πάρα πολύ, γιατί μέχρι τότε πήγαινα με το ένστικτο. Μου άρεσε που έως τότε αποφάσιζε η ζωή για εμένα, κι άρχισε να μου κακοφαίνεται που έπρεπε να επιλέγω εγώ το κάθε επόμενο βήμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πράγματα επιβάλλονταν από τη ζωή. Δηλαδή, είχαν γίνει οι «Τρεις Χάριτες», το «Μπαμπάδες με ρούμι», το «Βίρα τις άγκυρες», το «Safe Sex», κι έπρεπε με έναν τρόπο να αρχίσω να είμαι συνυπεύθυνος κι εγώ για τις αποφάσεις μου. Μέχρι τότε δεν ήμουν, πήγαινα από ανάγκη και ένστικτο. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς κάνω. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι, αν δει κανείς την καριέρα του Θανάση και τη δική μου, θα πει «πω πω, τι έξυπνοι είναι αυτοί». Είμαστε πολύ λιγότερο έξυπνοι από την καριέρα μας. Όλα γίνονταν από ανάγκη: τι μπορώ να κάνω για να επιβιώσω; Αυτό! Α, να το κάνω. Κι έτσι προχωρούσαμε από το ένα στο επόμενο.
Safe Sex - Κηδεία
• Πρέπει να πω ότι με το «Safe Sex» τρόμαξα. Τελειώνει με μια κηδεία όπου είναι μαζεμένοι όλοι οι ηθοποιοί και ακούγεται ο Πανούσης να λέει «Ελέησον και σώσον ημάς». Δεν το λες ευοίωνο φινάλε μιας κωμωδίας που δεν είναι και τόσο ευχάριστη. Κι αν σκεφτείς και πώς τελειώνει το «Κλάμα», όπου η Άννα λέει «Όλοι μαζί να φάμε τα λεφτά του Δελαφράγκα». Αυτό ήταν το ιδανικό της εποχής. Ωραία, να φας τους μηχανισμούς αυτής της δομής, αυτής της παραγωγής, αλλά αν δεν τους αντικαταστήσεις με κάτι άλλο, αργά ή γρήγορα θα έρθει η οικονομική κρίση. Αυτό δεν το σκέφτηκε κανείς. Όλοι σκέφτηκαν «να φάμε τα λεφτά του Δελαφράγκα». Θα μου πεις, μήπως αναγνωρίζεις στα έργα σου μεγαλύτερο βάθος από αυτό που πράγματι έχουν; Μπορεί. Ενδέχεται. Αλλά εγώ τουλάχιστον το «Κλάμα» δεν το βλέπω σαν σάτιρα του κινηματογράφου, το βλέπω σαν σάτιρα του λαϊκισμού. Ενός λαϊκισμού στον οποίο είμαστε όλοι έτοιμοι να γλιστρήσουμε ανά πάσα στιγμή. Και μιλώντας για Δελαφράγκα εννοώ τη δομή που υπήρχε στην Ελλάδα μέχρι το 1980. Σήμερα εισάγουμε ζαρζαβατικά από το Ισραήλ, την Αργεντινή και τη Βουλγαρία. Μα να μην είμαστε αυτάρκεις ούτε στον πρωτογενή τομέα; Είμαστε στραμμένοι αποκλειστικά στον τουρισμό. Δεν φρόντισε η τρομερή και φοβερή γενιά μου τον παραγωγικό κορμό. Όλοι να μπούμε στο Δημόσιο. Ε, δεν γίνεται δουλειά έτσι.
• Για όλα όσα γράφουμε κι εγώ και ο Θανάσης εμφορούμαστε, τα οφείλουμε στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Σε ανθρώπους που δεν ζούνε πια. Είναι λες κι αυτό το πράγμα να εξαφανίστηκε. Ήταν μια ωραία εικόνα που εξαφανίστηκε. Τίποτα δεν έμεινε από αυτό, μείναμε εμείς μόνοι μας. Είμαι πολύ υπερήφανος για το «Φούστα Μπλούζα», το θεωρώ ένα πανηγυράκι απενοχοποίησης του ομοερωτικού πόθου. Γιατί δεν πιστεύω ότι χρειάζεται πια να το κάνουμε και τραγωδία, ειδικά στις μέρες μας. Όπως είμαι πάρα πολύ περήφανος για τους «Συμπέθερους από τα Τίρανα». Θεωρώ μεγάλη υποκρισία όταν ακούω τους άλλους να λένε πως δεν ζηλεύουν. Εγώ, που ερωτικά δεν ζηλεύω, και το έχω αποδείξει, δεν θα πω ότι δεν ζήλευα όταν η «Πολίτικη Κουζίνα» έσπαγε τις πόρτες και το «Οξυγόνο» έκανε τα εισιτήρια που έκανε.

• Θεωρώ ότι ο άνθρωπος που δεν έχει μανιέρα δεν έχει προσωπικότητα. Συνεπώς έχει μηδενική αξία. Είναι ένας μάστορης που όμως δεν έχει να προσφέρει κάτι το αυθεντικό. Ο άνθρωπος που κάτι συνέλαβε, που κάπως φανέρωσε τον εαυτό του, έχει αναγκαστικά μανιέρα. Εγώ λατρεύω τις μανιέρες. Και η Κώνστα ήταν μια μανιερίστα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η μανιέρα είναι ένα όχημα που σε πάει μόνο πίσω. Και η Άννα ήταν μανιέρα του κερατά, τι πάει να πει αυτό; Υπήρχαν στιγμές, ακόμα και όταν το κύκλωμα κατηγορούσε την Άννα ότι επαναλαμβάνει τον εαυτό της, φοβερά αποκαλυπτικές. Το «Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο» γυρίστηκε σε μια τέτοια εποχή. Μακάρι όσοι από τους δημοσιογράφους έλεγαν όλα αυτά να είχαν στιγμές τόσο αποκαλυπτικές όσο η Άννα. Έστω και στο 1/10 της Άννας.
• Νιώθω πάρα πολύ ήρεμος. Ξέρω ότι είναι ένα πράγμα που κατά το μάλλον ή ήττον έχει τελειώσει, έχει κλείσει. Έγιναν τηλεοπτική σειρά οι «Συμπέθεροι» αλλά και να μην είχαν γίνει, ό,τι και να προστεθεί, το μείζον έχει γίνει. Η «Τζέλα» είναι ίδια συνταγή με το «Κλάμα». Για μένα παίζει πολύ σημαντικότερο ρόλο το να διασκεδάζω, γιατί έχω περάσει τα 65 και πραγματικά έχει αρχίσει να μη με νοιάζει. Όχι τόσο το αν θα ανταποκριθεί ο κόσμος. Έχω άλλα προβλήματα τώρα, την υγεία μου και την υγεία των γύρω μου. Αυτό είναι που με απασχολεί. Θέλω να δουλεύω, δεν θέλω να πεθάνω ως ένας άχρηστος γέρος. Θέλω να είμαι παραγωγικός.