Η κατά τεκμήριο καλύτερη ταινία του εικοστού πρώτου αιώνα παραμένει ένας αδαμάντινος μαίανδρος που εκτυλίσσεται σαν εφιάλτης μέσα στο όνειρο, πραγματεύεται τη γυναικεία φύση, την ανθρώπινη ταυτότητα, τη διττή έννοια του ηθοποιού, το απατηλό, επικίνδυνο Χόλιγουντ και τις αντοχές της λογικής και του συνειδητού, με διαπεραστική κρυψίνοια και μια γοητεία που ξεπερνά κατά πολύ τα 146 λεπτά διάρκειας της ακόμη και σήμερα στοιχειωτικής ταινίας. Πέρα από τη γνήσια, αυτόνομη αξία της Οδού Μαλχόλαντ,  η σπουδαιότητά της μεγιστοποιείται από την περιπέτεια της υλοποίησής της, καθώς και από το γενετικό της υλικό.

 

Ο Ντέιβιντ Λιντς οραματίστηκε το έργο ως τηλεοπτική σειρά και μετά τις αρχικές διαπραγματεύσεις, το ABC τού έδωσε το πράσινο φως, ελπίζοντας ότι θα επαναλάμβανε την επιτυχία του «Twin Peaks». Το πρώτο επεισόδιο κρίθηκε αργό και ανιαρό, το δε κοντινό πλάνο σε περιττώματα σκύλου, απαράδεκτο. Διαβλέποντας το ναυάγιο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης έσωσε το πρότζεκτ, μετατρέποντάς το σε μεγάλου μήκους ταινία, έχοντας στο μεταξύ εξασφαλίσει διπλάσιο προϋπολογισμό έναντι του αρχικού budget. Στις απαρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, η τηλεόραση ήταν ακόμα «τηλεοπτική», βρισιά για τους καλλιτέχνες του κινηματογράφου και καθαρά εμπορικός κουβάς βιοπορισμού για όσους περίσσευαν από το δίπολο των μεγάλων παραγωγών και των ανεξάρτητων ταινιών ‒ όπου επίσης η ταξική ψαλίδα ήταν ακόμα μεγάλη. Ο Λιντς είχε προφητεύσει τις δυνατότητες του φορμάτ, κοντράροντας τη νόρμα με την εντελώς διαφορετική σύλληψη του «Twin Peaks». Οι υπεύθυνοι των τηλεοπτικών δικτύων δεν συμφώνησαν και όταν είδαν πως το Mulholland Drive δεν βάδιζε στην έστω αφαιρετική, θρίλερ λογική της εξιχνίασης ενός εγκλήματος, το απέρριψαν. Μέσω του σινεμά, από το οποίο ξεκίνησε και το οποίο ποτέ δεν εγκατέλειψε συνειδητά ή σκόπιμα, ο Λιντς πήρε την εκδίκησή του. Ο αινιγματικός Mr Rogue (Mάικλ Τζ. Άντερσον), ένας από τους πολλούς χαρακτήρες της ταινίας, εμφανίζεται να κινεί τα ηνία της βιομηχανίας του Χόλιγουντ από το αναπηρικό του αμαξίδιο. Ο σκηνοθέτης (Τζάστιν Θερού) οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν του την εκβιαστική παρέμβαση ανώτερων δυνάμεων και να προσλάβει μια ηθοποιό που τα μυστηριώδη αφεντικά θέλουν με το ζόρι να του επιβάλουν. «Πάψε να κάνεις τον εξυπνάκια και σκέψου» του προτείνει ο Cowboy (Mόντι Mοντγκόμερι), χωρίς να του αφήνει περιθώριο για το ποια θα είναι η πρωταγωνίστρια στην ταινία που γυρίζει. Για να εξασφαλίσει μια θέση στο αυτοκίνητο (το ταξίδι του σινεμά, το προνόμιο του σκηνοθέτη), καλό είναι να σταθεί για λίγο και να δοκιμάσει μια κριτική αποτίμηση της νοοτροπίας του. Με την πλάτη στον τοίχο, ο Λιντς εκθέτει το αυτονόητο: η θέση του στον μηχανισμό είναι περιορισμένη. Είναι ένας στριμωγμένος μαέστρος που μόνο σε παράλληλη πραγματικότητα αποκτά τη δυνατότητα να πει την ιστορία του, διαλέγοντας ο ίδιος το ανθρώπινο δυναμικό και τα δομικά συστατικά. Αν δεν αλλάξει τις συνήθειές του («η νοοτροπία καθορίζει την έκβαση της ζωής ενός άνδρα»), τρώει ξύλο, εκδιώκεται, βιάζεται και καταφεύγει σε πονηριά για να πετύχει τον στόχο του.

 

Το Mulholland Drive δεν κρύβει τη μεγάλη αγάπη του Λιντς για τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ. Η παλιά δόξα Anne Miller είναι η σπιτονοικοκυρά Coco, συμβολική διαχειρίστρια του νέου αίματος των κοριτσιών που δένουν στο πρώτο λιμάνι των γουστόζικων, χαρακτηριστικών του Λος Άντζελες διαμερισμάτων που νοικιάζει, για να δοκιμάσουν την τύχη τους σε ένα ταραχώδες ταξίδι. Εκεί καταφθάνει, γεμάτη όνειρα και την ακράδαντη αισιοδοξία της όμορφης ξανθιάς χωριατοπούλας, η Μπέτι (Ναόμι Γουότς), ένα κλισέ τόσο αθώο, που αυτόματα αφοπλίζει με τις άδολες προθέσεις του. Πριν προλάβει να αποθέσει τις αυξημένες ελπίδες της στα χέρια ενός παραγωγού, γνωρίζει μια γυναίκα, η οποία, μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, δεν θυμάται ποια είναι. Μαζί προσπαθούν να ανακαλύψουν την πραγματική ταυτότητα της προσωρινά βαφτισμένης Ρίτα (από την ομοιότητά της με την κινηματογραφική εικόνα της Ρίτα Χέιγουορθ) και αναπτύσσουν ερωτική σχέση. Στο δεύτερο μισό της ταινίας η Μπέτι, που έχει γίνει πλέον Νταϊάν, είναι μια πρόωρα γερασμένη, ξεβρασμένη ηθοποιός. Η σύντροφός της, η Ρίτα, που είναι τώρα η Καμίλα, την έχει εγκαταλείψει, γι’ αυτό βάζει κάποιον να την σκοτώσει. Το περίφημο μπλε κουτί, το «Mcguffin» του Λιντς, που κάποια στιγμή πέφτει στο πάτωμα του υπνοδωματίου και «αρνείται» να αποκαλύψει το περιεχόμενό του, συμβολίζει το υποσυνείδητο. Μέσα σ’ αυτό ρέει η επιθυμία της Μπέτι και αντανακλάται η εικόνα που προβάλλει για την καριέρα της στον ου-τόπο, το Λος Άντζελες της φαντασιωτικής ζωής της. Παράλληλα, ο Λιντς ανοίγει έναν δαιμόνιο διάλογο με την αγαπημένη του ταινία: όπως το Sunset Boulevard φιλοξένησε προσωρινά τον φρούδο πόθο ενός φερέλπιδα χολιγουντιανού παίκτη, και μάλιστα μετά από μια αυτοκινητική σύμπτωση, με λαγνεία, αλλά σίγουρα σε πιο ρεαλιστικό πλαίσιο, έτσι και η σχετικά στενή οδός Μαλχόλαντ, γνωστή για την πανοραμική της θέα προς την πρωτεύουσα του σινεμά, διευρύνεται και βαθαίνει σαν μεγάλη, ελικοειδής λεωφόρος που διαστρέφει την ψυχή και θρυμματίζει τα όνειρα. Ακολουθώντας σουρεαλιστικές ατραπούς, το εικαστικό πνεύμα του Μοebius και του Έσερ, τη λογοτεχνική τεχνική του Τζέιμς Τζόις στο Finnegans Wake και το παράδειγμα της αφηγηματικής ελλειπτικότητας της πρωτοπόρου Μάγια Ντέρεν (Meshes in the afternoon), ο Λιντς κρύβει ένα ανοιχτό φιλμ νουάρ, τοποθετώντας κάθε θεατή στην αβανταδόρικη, αν και απαιτητική θέση του οδηγού/ντεντέκτιβ μέσα στην πολυκύμαντη διαδρομή της Μπέτι/Νταϊάν και του σωματοποιημένου πόθου της. Το γεγονός πως ένας άνδρας σκηνοθέτης μιλά ουσιαστικά για τις δικές του απογοητεύσεις σε ένα συγκεκριμένο σύμπαν που λατρεύει, αλλά του έχει φερθεί με σκληρότητα, μέσα από την απομαγευμένη εμπειρία μιας γυναίκας που τιμωρείται για τη φιλοδοξία της, είναι συγκλονιστικό, συμβαίνει συνεχώς σε ένα παρόν γεμάτο εκπλήξεις και απροσδόκητες ανατροπές, όπου η λάμψη και το δέος, ο ερωτισμός και ο πόθος αλλάζουν πρόσωπα, όπως τα ονόματα και η εμφάνιση των δυο ηρωίδων. Ή πρόκειται για μία, που φαντάζεται την άλλη, σε ένα όνειρο, ή μία ταινία μέσα στην ταινία; Υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάγνωσης των κρυπτικών σκηνών, όπως αυτή μέσα στο κλαμπ Σιλένσιο, και των ανεξήγητων στοιχείων που συναποτελούν την αποσπασματική ωρίμανση της στάρλετ στο περιβάλλον της μεταφορικής σήψης αλλά και την απογοήτευσή της που η φιλοδοξία της κατήντησε απωθημένο, και κανείς δεν την κάλεσε στο μεγάλο πάρτι.

 

Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα να παραδοθείτε σε ένα κινηματογραφικό REM αντί να πελαγώσετε στην κυριολεκτική αποκρυπτογράφηση ‒ υπάρχουν χιλιάδες πεζά αινίγματα που εξυπηρετούν την παραδοσιακή μορφή ανάλυσης. Ο Ντέιβιντ Λιντς δεν πρόκειται να απαντήσει ποτέ στις επίμονες ερωτήσεις (θα αναφερθεί στην πρώτη ιδέα που γεννά τις επόμενες), ωστόσο έχει στοιχίσει τα θέματά του στην Οδό Μαλχόλαντ. Απλώς, όχι στην αναμενόμενη σειρά.