Η Γαλλία αποθέωσε τη δική της Τζούντι Γκάρλαντ στο τραγικό πρόσωπο και στην φωνή-φαινόμενο της Εντίθ Πιαφ, προσάρμοσε το rock ‘n’ roll του Έλβις στην εκρηκτική περσόνα του Τζόνι Χάλιντεϊ, αλλά υποδέχθηκε την αντίστοιχη εκδοχή του Φρανκ Σινάτρα με εμπόδια, κόπο και ιδρώτα. Αντίθετα από τον ιταλικής καταγωγής γαλανομάτη καρδιοκατακτητή, ο μικρόσωμος και μεγάρρινος Σαρλ Αζναβούρ αντιμετώπισε ρατσισμό και προκατάληψη όχι μόνο για τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά (πώς γίνεται να τραγουδάει τον έρωτα ένας άσχημος με τέτοια μύτη, αναρωτιούνταν φωναχτά οι κριτικοί της εποχής) αλλά και για την ταπεινή αρμενική καταγωγή του. Όπως και ο πολύ πιο ευειδής ανταγωνιστής του, Ιβ Μοντάν, είχε ως πολύτιμη αρωγό τη γενναιόδωρη με τους νέους καλλιτέχνες, που άξιζαν φυσικά, Πιαφ, και η γραμμική βιογραφία που απέσπασε υποψηφιότητες στα περσινά Cesar, όχι για την έξοχη φωτογραφία αλλά για τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα οπτικά εφέ και την αποφασιστική ερμηνεία του μεταμορφωμένου Ταχάρ Ραχίμ, δίνει έμφαση στη μεθοδικότητα και την εργατικότητα του Αζναβούρ και του καλού του φίλου και συνεργάτη Πιερ Ρος (Μπουγιόν), ζωντανεύοντας με περισσότερες λεπτομέρειες και σκηνοθετικό κέφι τα παιδικά του χρόνια και το ξεκίνημα της τρομερής, 70χρονης καριέρας του σε σύγκριση με την πιο προβλέψιμη συνέχεια.