Η γλυκιά μελαγχολία της Τελευταίας Παράστασης, μαζί με τη διάχυτη νοσταλγία της Αμερικής του ’50 σε κάθε θαυμαστά επιμελημένη λεπτομέρειά της, δεν είναι ικανή να κρύψει την τραγικότητα της συνεκτικής τοιχογραφίας μιας παρακμιακής μυθολογίας: γυρισμένη στο ιδεολογικά και πολιτικά μεταβατικό 1971, η αριστουργηματική ελεγεία του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς μας μεταφέρει σε μια ασήμαντη γωνιά του Τέξας, σα να βλέπουμε μια ονειρικά φτιαγμένη, ασπρόμαυρη ταινία εποχής να ζωντανεύει την κωμόπολη-φάντασμα του Αναρίν, κουκλίστικα σπαρμένη με κινηματογραφικές αίθουσες, diners, μαγαζάκια και κατοικίες, γεμάτη με νέους που βιώνουν τις επιπολαιότητες, τις ανησυχίες, τις επιθυμίες και τις συνέπειες των πράξεών τους ζώντας τη στιγμή. Αν και θεωρητικός του σινεμά, μόλις στη δεύτερή του μεγάλου μήκους απόπειρά του πίσω από την κάμερα, ο σχετικά άπειρος αλλά εξαιρετικά φιλόδοξος Μπογκντάνοβιτς δεν υποπίπτει στο σφάλμα του homage και των στείρων αναφορών στους γίγαντες μιας τέχνης που θαύμαζε και ήδη γνώριζε ως άλλος σοφός, αλλά, με την πολύτιμη συμβουλή του μέντορά του Όρσον Γουέλς, ξεχύνεται σε ένα συμβολικό τοπίο ρίχνοντας μια συμπονετική γέφυρα ανάμεσα στην παλλόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά και την τσακισμένη παλιά φρουρά, κάτι που γίνεται έκδηλο όταν ο πρωταγωνιστής (ο Τίμοθι Μπότομς, στην πρώτη και κορυφαία χρονιά της καριέρας του, μαζί με το Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του), παρηγορεί ερωτικά τη μοναχική, αλλοπρόσαλλη μέσα στην απογοήτευσή της, σύζυγο του προπονητή του (Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου για την εξόχως δραματική, σε πείσμα της κωμικής της φλέβας, Κλόρις Λίτσμαν), σε μια κατάσταση όπου ο ένας ψάχνει αυτοπεποίθηση και η άλλη ένα σωσίβιο – δηλαδή το αντίθετο από την αβανταδόρικη και σίγουρα πιο θεαματική κυρία Ρόμπινσον του Πρωτάρη. Και να φανταστεί κανείς πως το μυθιστόρημα του Λάρι ΜακΜέρτρι δεν τράβηξε διόλου την προσοχή του σκηνοθέτη όταν εκείνος αντίκρισε πρώτη φορά το εξώφυλλό του σε ένα σουπερμάρκετ και το προσπέρασε, και αναγκάστηκε να το προτείνει ως ενδιαφέρουσα λύση όταν του ήρθε στον νου, μετά από πίεση από τον παραγωγό του να προτείνει ό,τι θέλει, ένα βράδυ που συζητούσαν για την επόμενη ταινία του! Ο τρόπος που κατανέμει τον χρόνο στους χαρακτήρες προδίδει δημιουργό με καθαρούς στόχους και δραματική άνεση, ο οποίος χρησιμοποιεί ως δούρειο ίππο την Ωραία Ελένη της νεανικής κοινότητας (η Σίμπιλ Σέπερντ, που προσπαθεί να χάσει την παρθενιά της από τον ταξικά ταιριαστό συνομήλικό της) και μετατοπίζει το κέντρο βάρους σε όλους ανεξαιρέτως, αφήνοντας ίσως λίγο περισσότερη συμπάθεια στον γηραιό Σαμ, την πατρική φιγούρα μιας ιδεαλιστικής Αμερικής (ο παλιός κασκαντέρ Μπεν Τζόνσον, που πήρε το δεύτερο Όσκαρ από τις συνολικά οκτώ υποψηφιότητες μιας ταινίας που επαινέθηκε ομόφωνα από την κριτική της εποχής και άρεσε πολύ στο κοινό).
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0