Μετά τον εκπληκτικής λιτότητας και ψυχολογικής ακρίβειας «Συλλέκτη», ο Γουίλιαμ Γουάιλερ έκανε ένα διάλειμμα από την απαιτητική σοβαρότητα των θεμάτων που επέλεγε να θίξει μ’ ένα κινηματογραφικό κυνηγητό λεπτού ερωτισμού και αριστοκρατικά «κλέφτικων» καταστάσεων, σκηνοθετώντας το «Πώς να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια», μια ανάλαφρη και εντελώς ανώδυνη ταινιούλα, πολύ ’60s, που θυμίζει το κατά τι προγενέστερο, αεράτο και πιο ρομαντικό «Ραντεβού στο Παρίσι» του Στάνλεϊ Ντόνεν, πάλι με την Όντρεϊ Χέπμπορν, και το υπέρκομψο, κατά βάθος πολύ πονηρότερο απ’ ό,τι δείχνει «Κυνήγι του κλέφτη» με τον Κάρι Γκραντ. Ο Γουάιλερ δεν ήταν Χίτσκοκ, ούτε έχει στα χέρια του ενδιαφέρον υλικό. Η Χέπμπορν είναι η κόρη ενός ταλαντούχου παραχαράκτη και ο Πίτερ Ο’Τουλ μπαίνει ένα βράδυ στο σπίτι τους, υποτίθεται για να ληστέψει πίνακες (πλαστούς φυσικά). Μετά από μια αμήχανη γνωριμία, προσπαθεί να τον χρησιμοποιήσει για ν’ ανακτήσει ένα έργο που πουλήθηκε πανάκριβα ως αληθινό, αλλά δεν είναι παρά περίτεχνη αντιγραφή. Παραδόξως, δεν υπάρχει σπίθα ανάμεσα στον Ο’Τουλ και στη Χέπμπορν και τα πάντα κυλούν επαγγελματικά, απολιθωμένα και παλιομοδίτικα, με φορέματα του Givenchy, κοσμήματα του Cartier και μουσική του νεότατου Τζον Γουίλιαμς – όταν ακόμα υπέγραφε ως Τζόνι Γουίλιαμς, πριν από το πρώτο του Όσκαρ για τη διασκευή του «Βιολιστή στη Στέγη» και τη δόξα που ξεκίνησε με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. 

 

Στη συνέχεια, κατά την προσφιλή του συνήθεια να σκηνοθετεί αριστοτεχνικά γυναίκες, ο Γουάιλερ χάρισε ένα Όσκαρ στη Στράιζαντ στο ντεμπούτο της στο «Αστείο Κορίτσι» και έκανε μία ακόμα ταινία προτού αποσυρθεί το 1970, αλλά τα αριστουργήματά του –και είναι πολλά αυτά– πρέπει ν’ αναζητηθούν στο παρελθόν του. Ιδιαίτερα αγαπητός στα Όσκαρ (έλαβε 3 Σκηνοθεσίας, από 12 συνολικά υποψηφιότητες, που αποτελούν ακόμα ρεκόρ στην κατηγορία), παραμένει απών από τις ειδικές λίστες των σπουδαίων και συνολικά ένας παραγνωρισμένος δημιουργός, διότι «έδρασε» μέσα στις συνθήκες των στούντιο και ποτέ δεν επιβλήθηκε με μια στυλιζαρισμένα προσωπική ταινία. Η δύναμή του βρίσκεται στον τρόπο που παίζει με τους ηθοποιούς και τα διλήμματά τους, στις σιωπές τους, εκτός διαλόγων, στο περιθώριο της αμιγούς δράσης. Εδώ δεν φαίνεται τίποτα τέτοιο, ούτε σε λανθάνον επίπεδο. Οι «Ψίθυροι» του 1961 είναι ένα από τα σπουδαία παραδείγματα της τέχνης του.