Είναι δύσκολο να εξηγήσεις σε μια νεότερη γενιά, στην οποία απευθύνεται το Karate Kid: Legends, τον πολιτιστικό αντίκτυπο της πρώτης ταινίας στα ’80s. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στα μέρη μας οι σχολές καράτε και λοιπών πολεμικών τεχνών αυξήθηκαν θεαματικά για να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση, ένα trend που συνεχίστηκε και στα ’90s, καθώς η ταινία και οι συνέχειές της στοίχειωσαν τον προγραμματισμό της ιδιωτικής τηλεόρασης. Πίσω στο 1984, ο Τζον Άβιλντσεν επιστράτευσε τη συνταγή αθλητικού underdog story του Ρόκι, που συν-δημιούργησε μια δεκαετία νωρίτερα με τον Σταλόνε, έφερε πάλι ουρές στα ταμεία και ξαναχτύπησε την πόρτα των Όσκαρ, με την υποψηφιότητα του Πατ Μορίτα στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού Ρόλου για την εμφάνισή του ως Μιγιάγκι, χαρακτήρα που θα στοίχειωνε την pop κουλτούρα.

 

Ο κύριος Μιγιάγκι επανεμφανίζεται μέσω αρχειακού υλικού στην εισαγωγή του Karate Kid: Legends για να ενώσει την ορίτζιναλ τετραλογία με το προ δεκαπενταετίας reboot – κι ας την αγνοούσε εκείνο. Έτσι, ο κύριος Χαν, με το ειδικό βάρος της φιγούρας του Τζάκι Τσαν ανεξαρτήτως franchise, ενώνει τις δυνάμεις του με τον Ντάνιελ Λαρούσο, με το ειδικό βάρος της φιγούρας του Ραλφ Μάτσιο (αποκλειστικά) εντός του franchise, για να εκπαιδεύσουν νεαρό ταλέντο που, στην παράδοση της συνταγής των Καράτε Κιντ, θα αντιμετωπίσει τον τραμπούκο του στον αγωνιστικό χώρο.

 

Υπάρχει μια εμφανής βιασύνη στην παράταξη των γεγονότων και μια εμφανέστερη προχειρότητα στο σενάριο, ικανή να γεννήσει πειστικές θεωρίες συνωμοσίας – μήπως η Sony θα έχανε τα δικαιώματα του franchise αν δεν προχωρούσε στην άμεση παραγωγή της ταινίας; Η απόπειρα των δημιουργών να παίξουν λίγο με τη γνώριμη δομή –στο 1/3 της ταινίας ο μαθητής γίνεται δάσκαλος για κάποιον τρίτο– μοιάζει απλώς να γεμίζει τον χρόνο, ενώ η εισαγωγή του Ραλφ Μάτσιο εξυπηρετεί κυρίως το fan service και ελάχιστα τη δραματουργία. Ωστόσο, οι σκηνές δράσης πριν από τον τελικό αγώνα έχουν λίγη από την παλαβομάρα της φιλμογραφίας του Τζάκι Τσαν, που συνδύαζε τη χορογραφία και τις ικανότητες του πρωταγωνιστή με το (κωμικό και μη) εύρημα, με τον πρωταγωνιστή Μπεν Γουάνγκ να διαθέτει και τη φυσιογνωμία και την κινησιολογία για να υποστηρίξει έναν τέτοιο τύπο σινεμά. Ταυτόχρονα, ο ρυθμός του παράλληλου μοντάζ της προπόνησης κι εκείνου των προκριματικών, αν δεν προήλθε μόνο από τα μαγικά των δύο (καταγεγραμμένων) μοντέρ της ταινίας, μας επιτρέπει να ελπίζουμε σε κάτι παραπάνω από τον σκηνοθέτη Τζόναθαν Εντουίστλ στο μέλλον.

 

Τον τελευταίο λόγο θα τον έχει η πιτσιρικαρία, στην οποία απευθύνεται η ταινία. Οι γηραιότεροι φαν μάλλον χόρτασαν νοσταλγία σε πιο φροντισμένη συσκευασία μέσα από τις έξι σεζόν του Cobra Kai.