Μερικές από τις σπουδαιότερες κινηματογραφικές δημιουργίες δίνουν με το καλημέρα το δημιουργικό τους στίγμα και υποδεικνύουν το θέμα τους. Στο «Χειμωνιάτικο φως», που αρχικά είχε κυκλοφορήσει στα μέρη μας με τον λιγότερο εμπορικό, αλλά αρμοστά ειρωνικό τίτλο «Οι κοινωνούντες», ακούμε πρώτα το σήμαντρο της εκκλησίας να χτυπά και έπειτα βλέπουμε τον πάστορα να εκφέρει απρόθυμα τα λόγια του, λίγο πριν καλέσει το (όχι τυχαία, ολιγάριθμο) ποίμνιό του να μεταλάβει. Καθώς κατά την ομιλία του ο πάστορας φτάνει στο χωρίο για τον ένδοξο χαρακτήρα του βασιλείου του Κυρίου, παρεμβάλλονται τα πλάνα ενός χειμωνιάτικου τοπίου, με τα δέντρα απογυμνωμένα από τις φυλλωσιές τους και την παγωνιά να ενισχύει την αίσθηση μιας εγκατάλειψης.

 

Χωρίς πολλά πολλά, λοιπόν, υποψιαζόμαστε ότι η πίστη του πάστορα διάγει περίοδο κρίσης κι ότι υπάρχει μια μικρή ομάδα ανθρώπων που περιμένει από εκείνον, ως εκπρόσωπο του Θεού, να μερώσει την αγωνία τους – για ποιον άλλο λόγο συλλάβαμε τη θρησκεία άλλωστε, αν όχι από ανάγκη να αποζημιωθούμε για την οδύνη της τυχαιότητας και της μοναξιάς; Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, ότι ο Θεός αδιαφορεί για τη συντήρηση του «βασιλείου» του, το έχει εγκαταλείψει. Στις επόμενες ώρες, ο Σουηδός δραματουργός θα επιβεβαιώσει τις υποψίες μας, με ασκητικό φιλμικό τρόπο, σαν κι ο ίδιος να είναι ένας εκ των κοινωνούντων, αναζητώντας απόκριση από τους ουρανούς, για να λάβει ως απάντηση εκκωφαντική σιωπή.

 

Εύλογα, η απόσταση του Δημιουργού από τα δημιουργήματά του διευρύνει και την απόσταση μεταξύ τους. Η άρνηση της στοργής διαχέεται, μεταφράζεται σε αδυναμία παροχής αλλά και αποδοχής της από κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Αυτό κοινώνησαν, αυτό επικοινώνησαν. Όχι, δεν αναφέρεται μόνο στην πίστη στον Θεό η ταινία του Μπέργκμαν, αλλά και στην πίστη στον (συν)άνθρωπο, που έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα, γι’ αυτό και μπορεί να αποβεί μια συγκλονιστική, δυσβάσταχτη εμπειρία ακόμα και για θεατές παντελώς αδιάφορους για όσα αφορούν το πνεύμα. Και, δικαιολογημένα, άφησε ανεξίτηλο το παγερό σημάδι της σε κοινό, κριτική, αλλά και κινηματογραφιστές: δεκαετίες μετά, ο Πολ Σρέιντερ θα την έπαιρνε σχεδόν αυτούσια, υπερβαίνοντας τα όρια του homage κι αγγίζοντας εκείνα της κινηματογραφικής «μετάληψης», για να καταρτίσει το «First Reformed» (2017) του.