Ανάμεσα σε επώδυνη ιδιωτική συλλογή από αναμνήσεις και προσωπικό οπτικοακουστικό ημερολόγιο, το Aftersun, που έλαμψε στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών του 2022, μοιάζει σε πρώτο επίπεδο με τις ανέμελες διακοπές που μοιράζονται με τους θεατές πατέρας με κόρη (συγγενείς σε πνεύμα και νεανικό τόνο, τόσο που εύκολα τους μπερδεύεις με αδέλφια), ωστόσο καταφέρνει να διακόπτει τη βιντεο-αναδρομή στο καλοκαιρινό τους ταξίδι στην Τουρκία των ’90s για να ανασύρει μια βαθύτερη ανησυχία, ένα τραύμα εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευθεί, σαν φάντασμα που εξακολουθεί να στοιχειώνει την ενήλικη πλέον Σόφι (η Σίλια Ρόνσον Χολ, και η εκπληκτικά διαυγής Φράνκι Κόριο, που συναντιέται για πρώτη φορά με την κάμερα, στη νεαρή ενσάρκωσή της).

 

Σπάνια μια ταινία, χαμηλόφωνη και χαλαρή, νατουραλιστικά παιγμένη και πλούσια σε λεπτομέρειες υπονοεί κάτι τόσο φαντασιακό, απαλλαγμένο από εφέ και επιτηδευμένο τρόμο, διακριτικά κινηματογραφημένο, σαν χορός στις σκιές με φόντο ένα ηλιόλουστο σκηνικό, με εκδρομές, βουτιές στη θάλασσα και την πισίνα του ξενοδοχείου, γεύματα και παιχνιδίσματα, που ωστόσο δείχνουν πως το θέμα της φωτογραφίας βρίσκεται ακριβώς πίσω από τους δυο χαμογελαστούς παραθεριστές ‒ όπως ακριβώς συνέβη στη σκηνοθέτιδα Σάρλοτ Γουέλς, σύμφωνα με δηλώσεις σε συνέντευξή της, όταν ανέτρεξε σε ένα δικό της άλμπουμ από ένα καλοκαίρι στην Ισπανία.

 

Με δεκαέξι υποψηφιότητες στα φετινά ανεξάρτητα βραβεία του βρετανικού κινηματογράφου (μόνο το εξίσου υπέροχο Saint Maud της Ρόουζ Γκλας έχει περισσότερες, δεκαεπτά, από την περσινή απονομή), το Aftersun αναδίδει ακριβώς την αίσθηση που δημιουργείται όταν πέφτει το φως, το μεγάλο αίνιγμα που κρύβεται πίσω από έναν γονιό τον οποίο κατά βάθος δεν γνωρίζουμε ποτέ, όσα χρόνια κι αν έχουμε περάσει πλάι του, όπως ίσως κι εκείνος δεν μπορεί πάντα να εξακριβώσει τι τον βασανίζει: μυστικό από το παρελθόν, κατάθλιψη ή κάτι άλλο;

 

Έστω κι αν ο Κάλουμ (όπως πάντα εξαιρετικός ο Ιρλανδός Πολ Μεσκάλ της τηλεοπτικής σειράς «Normal Heart», υποψήφιος για το ευρωπαϊκό βραβείο ανδρικού ρόλου) ψιθυρίζει «σ’ αγαπώ» στη μητέρα της Σόφι, με την οποία έχουν χωρίσει, η μικρή καταλαβαίνει περισσότερα από τις σιωπές του, και από εκείνο το after του τίτλου, και η δυσθυμία που βαραίνει παρενθετικά στις κουβέντες τους αντανακλά αναδρομικά στις θρυμματισμένες μνήμες που η κόρη καταγράφει με την ολοκαίνουρια κάμερά της.

 

Δυσανάλογα σοφή για την ηλικία της (κάνει μια πρώτη απόπειρα στον έρωτα, αλλά ουσιαστικά παρατηρεί τους άλλους, μένει σε απόσταση και δεν κρίνει), ανυπόμονη να ωριμάσει και αταίριαστη με τις παρέες μεγαλύτερων εφήβων που συναντά, η κόρη κάνει πλάκα στον μπαμπά της ότι φαίνεται 103 ετών την ημέρα των γενεθλίων του, ίσως γιατί αντιλαμβάνεται τον πόνο ενός ανθρώπου που ακόμη και τον καρπό του δεν είναι σίγουρος με ποιον τρόπο τραυμάτισε. Προσπερνά τα παραπτώματά του Κάλουμ και όταν εκείνος εξαφανίζεται και την κλειδώνει έξω από το δωμάτιο, η ζωή τους συνεχίζεται. Οι δυο τους είναι δυο μοναχικά νησιά που έρχονται κοντά για τελευταία φορά ‒ υπάρχει μια υποβόσκουσα αίσθηση τραγωδίας στην άρρητη κατανόησή τους, χωρίς να συμβαίνει κάτι συνταρακτικό.

 

Πνευματικό παιδί της σωματικής αφής της Άντρεα Άρνολντ και της διάχυτης μελαγχολίας του Μπάρι Τζένκινς, ο οποίος είναι παραγωγός της ταινίας (μαζί με την σταθερή συνεργάτιδά του Αντέλ Ρομάνσκι), κάτι που φαίνεται σε πολλά σημεία, και ειδικά στην εμπνευσμένη σεκάνς του χορού, όπου το «Under Pressure» των Μπόουι και Μέρκιουρι μιξάρεται και επιμηκύνεται για να γεφυρώσει τον χρόνο σαν ηχητική διάθλαση, η Σκωτσέζα Γουέλς φτιάχνει ένα πορτρέτο της υποκειμενικής αλήθειας με μέτρο και υπομονή. Κλείνει με ένα μεγάλο ερώτημα για το μέλλον, μιλώντας για το παρελθόν σε ένα έργο εντελώς παρόν, στιγμών και ατμόσφαιρας πιο σημαντικών από τις αναμενόμενες δραματικές εντάσεις, μοντέρνο και παλλόμενο.