Mε την αμερικανική κοινωνία σε αναβρασμό, τη νεολαία σε εξέγερση, το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πλήρη κινητοποίηση και το αντιπολεμικό συναίσθημα σε έξαρση, το Cool Hand Luke θα συγχρονιζόταν με το ρεύμα της εποχής και θα έδινε (κάπως καθυστερημένα) στον Πολ Νιούμαν τον ατίθασο, αντικομφορμιστή ήρωα που έμοιαζε να δικαιούται κάθε αστέρας του Actors Studio εκείνα τα χρόνια. Όχι τυχαία, ο ήρωας είναι βετεράνος πολέμου. Για ελάσσονα παράβαση του νόμου –φθορά δημόσιας περιουσίας– καταδικάζεται σε διετή φυλάκιση και κλείνεται σε σωφρονιστικό ίδρυμα, όπου υποβάλλεται καθημερινά σε καταναγκαστικά έργα υπό το άγρυπνο βλέμμα των δεσμοφυλάκων. Μέσα από το δέσιμο του με τους άλλους φυλακισμένους και μια σειρά δοκιμασιών, ο Λουκ αναδεικνύεται σε σύμβολο αντίστασης απέναντι σε μια εξουσία καθεστωτικού χαρακτήρα, με τον Ρόζενμπεργκ να καταχράται μεν τη χριστιανική σημειολογία αλλά να προσεγγίζει τον Ιησού πρωτίστως ως επαναστάτη και να εντοπίζει λίγη από τη χάρη του στο γαλάζιο βλέμμα του Πολ Νιούμαν. 

 

Eδώ ακούστηκε για πρώτη φορά η φράση «what we have here is failure to communicate», που απέκτησε διαστάσεις χάσματος γενεών και απόψεων με τη χρήση της στο «Civil War» των Guns ‘n’ Roses. Στην ταινία εκφέρεται ειρωνικά από τον σαδιστή διοικητή της φυλακής και αναφέρεται στην πεποίθησή του για την ανάγκη συμμόρφωσης των υποκειμένων στους κανονισμούς και στους εκπροσώπους των σωμάτων ασφαλείας, όσο απάνθρωποι κι αν είναι.

 

Χάρη στη μαγνητική παρουσία και στο ερμηνευτικό εκτόπισμα του Πολ Νιούμαν, στις μελωδίες του πρόσφατα εκλιπόντα Λάλο Σίφριν, που αφουγκράζεται τον ήχο του αμερικανικού Νότου και τον ενσωματώνει στις ρυθμικές παρτιτούρες του, και, βέβαια, στα κάδρα του θρυλικού διευθυντή φωτογραφίας Κόνραντ Λ. Χολ που φέρνουν τις φιγούρες των φυλακισμένων σε αντίστιξη με ένα αχανές τοπίο, υποσχόμενο την ελευθερία, η φιλμογραφία του Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ θα αποκτούσε τον μοναδικό τίτλο της που διεκδίκησε και κέρδισε με το σπαθί του το εισιτήριο προς την κινηματογραφική αθανασία.