Στα μάτια μας η live-action διασκευή αγαπημένων ταινιών κινουμένων σχεδίων του ντισνεϊκού καταλόγου λειτουργούν όπως οι αντίστοιχες μεταφορές τους στο θεατρικό σανίδι. Μπορεί να αποδειχτούν συναρπαστικές εμπειρίες, δεδομένης της εφευρετικότητας που απαιτείται ώστε οι καλλιτέχνες να αναπλάσουν το animated φιλμικό σύμπαν σε ένα μέσο με σημαντικά μεγαλύτερους περιορισμούς, είναι, όμως, εμπειρίες ετερόφωτες, αντλούν τη γοητεία τους από τη γνώση του προγενέστερου υλικού και από την αγαπητική σχέση του κοινού μαζί του.
Εδώ, όμως, δεν αλλάζει το μέσο, αλλάζει το format και, με δεδομένο ότι η χρήση του CGI σε κάποιες περιπτώσεις είναι εκτεταμένη, αναρωτιέσαι κατά πόσο μπορούμε να κάνουμε λόγο ακόμα και για live-action διασκευή. Δεν υπάγεται σε αυτές τις περιπτώσεις το ριμέικ του Λίλο και Στιτς, καθώς έχουμε μόνο έναν ψηφιακό Στιτς και τους εξωγήινους διώκτες του, όταν δεν φέρουν τη μορφή του (ξεκαρδιστικού) Μπίλι Μάγκνουσεν και του (περίεργα αποστασιοποιημένου) Ζακ Γαλιφιανάκης. Το υπόλοιπο φιλμ είναι ως επί το πλείστον αναλογικό. Για αρχή, οφείλουμε να αποδώσουμε τα εύσημα στους δημιουργούς για την ενσωμάτωση του ψηφιακού χνουδωτού διαβολάκου στο αναλογικό σύμπαν της ταινίας. Υπάρχει απτή διάδραση ανάμεσα στον χαρακτήρα και στα αντικείμενα και στους ανθρώπους, δεν ανήκουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους – καθόλου αυτονόητο αυτό, έχουμε δει «τέρατα» κατά καιρούς.
Από εκεί και πέρα, καλό θα ήταν η διασκευή να έχει δικές της εμπνεύσεις για να ξεχωρίσει από το πρωτότυπο, λίγη από τη δική της διακριτή μαγεία. Για παράδειγμα, ο χορός στην κατά Κένεθ Μπράνα Σταχτοπούτα είναι βγαλμένος από το σινεμά των Πάουελ και Πρεσμπέργκερ. Το Λίλο και Στιτς δεν διαθέτει ανάλογες αρετές, στηρίζει τη γοητεία του κυρίως στη χαριτωμενιά των δύο πρωταγωνιστών του και στις εμπνεύσεις του πρωτοτύπου.
Οφείλουμε δυο παρατηρήσεις: η μία έχει να κάνει με τον ρυθμό, η άλλη με μια αλλαγή που «μικραίνει» την ταινία σε σχέση με τον προκάτοχό της. Ακόμα κι αν επιχειρηθεί μια πιστή απομίμηση της σκηνής ενός animation, είναι άλλη η κινησιολογία, άλλη η ταχύτητα, άλλη η πλαστικότητα των πραγματικών ηθοποιών σε σχέση με τα κινούμενα σχέδια – εδώ εξαιρείται ο Μπίλι Μάγκνουσεν, ο μόνος που αντιλήφθηκε και μπόρεσε ( ή θέλησε) να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ανάθεσης. Το αποτέλεσμα είναι η επιβράδυνση του ρυθμού της ταινίας και αυτός είναι ο βασικός λόγος της σημαντικής διαφοράς στη διάρκεια μεταξύ των animation και των live-action διασκευών τους και όχι οι μικροπροσθήκες των δεύτερων.
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με την απόδοση του Στιτς. Στην ορίτζιναλ ταινία ο ήρωας έχει αρχικά και μια μικρή δόση κακίας, δεν είναι απλώς ζιζάνιο. Αυτός έχει σημασία, καθώς ο Στιτς (όπως και η Λίλο) είναι, επί της ουσίας, ένα παιδί, τώρα μαθαίνει τον κόσμο. Και τα παιδιά δεν έχουν ακόμα κοινωνικοποιηθεί, λειτουργούν με γνώμονα το ένστικτο και την επιθυμία τους – άρα μπορούν να γίνουν κακά. Η καλοσύνη κατακτάται μέσα από την σταδιακή καλλιέργεια της έγνοιας για τον άλλο και αυτήν τη διαδικασία καταγράφει αποτελεσματικά η πρωτότυπη δημιουργία του Κρις Σάντερς. Ε, εδώ κάτι σημαντικό χάνεται στη μετάφραση, αν και κατανοούμε ότι αυτό ελάχιστα θα απασχολήσει γονείς και παιδιά, ειδικά τους πρώτους, που θα έπρεπε να κολλούν βαρέα κι ανθυγιεινά με τις ταινίες που αναγκάζονται να υπομείνουν κάθε εβδομάδα στις αίθουσες για χάρη των τέκνων τους. Εδώ, τουλάχιστον, το θέαμα υποφέρεται.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0