«Τι μου έφερες αυτήν την ασχημομούρα;», απάντησε ο πολύς Ντίνο ντε Λαουρέντις στον συνονόματο γιο του, όταν ο νεότερος ενθουσιάστηκε βλέποντας τη Μέριλ Στριπ στην παράσταση «27 Wagons Full of Cotton» και της πρότεινε μια οντισιόν, στο ρετιρέ της Gulf and Western, στο Μανχάταν. Στο «Che Brutta» του αγενούς, ήδη θρυλικού μεγαλοπαραγωγού, η ιταλομαθής Στριπ, που βέβαια κατάλαβε πως την απέρριψε για την εξωτερική της εμφάνιση, βρήκε το θάρρος να αντιγυρίσει αποχωρώντας «και λυπάμαι που δεν είμαι αρκετά νόστιμη για να πρωταγωνιστήσω δίπλα στον Κινγκ Κονγκ!». Ο ρόλος της παγιδευμένης δεσποσύνης κατέληξε σε ένα μοντέλο της εποχής, την Τζέσικα Λανγκ, η οποία συμπαρασύρθηκε από τις συλλήβδην αρνητικές κριτικές του remake του θρυλικού φιλμ, εκτός από εκείνη της ερωτευμένης με την κατατομή του προσώπου αλλά και το ταλέντο της, Πολίν Κέιλ. Η φωτογράφος από τη Μινεσότα εξαργύρωσε την απίστευτη ομορφιά της όσο διαρκούσαν τα ’70s (ήταν ο άγγελος του θανάτου του Μπομπ Φόσι στο «Η παράσταση αρχίζει») και με την αυγή της επόμενης δεκαετίας το άστρο της έλαμψε, ειδικά στο ξεκίνημα, με τον «Ταχυδρόμο» δίπλα στον Νίκολσον, το Όσκαρ της στο «Τούτσι» και την απαιτητικότερη ερμηνεία της, στη «Φράνσις», και πάλι του Γκρέιαμ Κλίφορντ, υποδυόμενη μια ασυμβίβαστη, κούκλα, τραγική ηθοποιό του χρυσού Χόλιγουντ. Ειρωνικά, την ίδια χρονιά η Λανγκ θα κερδίσει μεν για τον δεύτερο ρόλο δίπλα στον μασκαρεμένο Ντάστιν Χόφμαν, αλλά θα χάσει το Όσκαρ πρώτου ρόλου ως Φράνσις Φάρμερ, γιατί η Μέριλ Στριπ θυσίασε ένα παιδί και μίλησε με βαριά πολωνική προφορά στην επίσης ακραία δραματική «Εκλογή της Σόφι», κι έτσι διπλασίασε τα βραβεία της μετά το «Κράμερ εναντίον Κράμερ». Οι υποψηφιότητές της αποτελούν ρεκόρ, άλλο ένα Όσκαρ προστέθηκε στο παλμαρέ της με τη «Σιδηρά Κυρία», και κάθε χρόνο αποτελούσε σταθερή απειλή για τις συναδέλφους της, εκτός από το 1995, τη χρονιά που η Λανγκ κέρδισε το πιο αναπάντεχο Όσκαρ πρώτου ρόλου στην ιστορία, για τον «Μπλε Ουρανό», μια ταινία που είχε μείνει στο ράφι τρία χρόνια, και ο σκηνοθέτης της, ο Τόνι Ρίτσαρντσον, είχε ήδη πεθάνει από το 1991! Στο «Blue Sky», ένα παράξενο δραματάκι με την ασταθή σύζυγο να συμπεριφέρεται στο όριο, γίνεται ανάγλυφη η διαφορά της Λανγκ από τις Αμερικανίδες συνομήλικές της: ήταν σέξι και μπορούσε πάντα να παίξει διαφορετικές εκδοχές της ερωτικής γυναίκας, γιατί είχε και τον τρόπο να διακρίνει τις διαφορές.
Αμφότερες γεννημένες το 1949, Στριπ και Λανγκ, που δεν συναντήθηκαν ποτέ μπροστά στην κάμερα ή πάνω στη σκηνή, δεν είχαν ακριβώς παράλληλους βίους, αφού η πρώτη έγινε ο αξιοσέβαστος ζωντανός μύθος που όλοι γνωρίζουμε, κυρίως στη μεγάλη οθόνη, ενώ η Λανγκ αντιλήφθηκε νωρίς πως οι ζουμεροί ρόλοι θα έλθουν από την τηλεόραση, με την υπογραφή του Ράιαν Μέρφι που τη φαντάστηκε σε διαφορετικά και πιο τρελά πράγματα, και το θέατρο − έχει κερδίσει το Tony (παίζοντας Ο’Νιλ) που λείπει από τη ζώνη της Στριπ, η οποία, για να έλθουμε στο προκείμενο, ήταν να παίξει στο «Places, Please» το 2021, για τη ζωή μιας μεγάλης θεατρίνας, το project ναυάγησε κάπου στην καραντίνα και επανήλθε πέρυσι με τον τίτλο «The Great Lillian Hall» και πρωταγωνίστρια πλέον… την Τζέσικα Λανγκ. Η σπουδαία κυρία Χολ, η «πρώτη κυρία» του Μπρόντγουεϊ, ετοιμάζεται για ένα ασφαλές ραντεβού με το κοινό της, αφού ο Τσέχοφ δεν κρύβει ρίσκο και ο «Βυσσινόκηπος» ταιριάζει στην ηλικία της, που δεν έχει αποφασίσει ποια είναι αλλά ξέρει καλά πως χρειάζεται προσοχή, ειδικά μετά τα πρώτα δείγματα απώλειας μνήμης. Την εμφάνιση του αλτσχάιμερ θα την πιστοποιήσει ένα νευρολόγος-θαυμαστής της, θα τη διαπιστώσουν από κοινού ο ανήσυχος σκηνοθέτης και η εμπειρότερη, σκληρότερη παραγωγός, που έχει έτοιμη την ερωμένη-αντικαταστάτρια της ντίβας, και κυρίως θα τη βιώσει, όπως και στη σκληρή μάχη που έδωσε και ο δικός της πατέρας, η πιστή βοηθός της, η Ίντιθ (υπέροχη η πάντα υπέροχη Κάθι Μπέιτς), η οποία αναρωτιέται σοβαρά αν θα πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει τη Λίλιαν στην επιμονή της να παίξει τη Λιούμπα, ή να την εγκαταλείψει, για να μην επιτείνει την κατάστασή της.
Φτιαγμένη για ένα θεατρόφιλο κοινό, που θα κατανοήσει διεξοδικότερα πού συναντιέται ο ξεριζωμός της τσεχοφικής Λιούμπα με τον εφιάλτη της πατρικίας κυρίας Χολ, η τηλεταινία, σε παραγωγή του HBO και σκηνοθεσία του βραβευμένου με Pulitzer και Tony για το «Shadow Box» Μάικλ Κρίστοφερ, κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να εξανθρωπίσει ένα ιερό τέρας, που η Λανγκ φροντίζει να τονίζει με την γκρανταμίστικη επιδερμικότητα μιας Έλινορ Ρούζβελτ του σανιδιού, όταν η μητρική αμέλεια για την κόρη που δεν αγάπησε ποτέ όσο τη βραδινή λαχτάρα της για αποθέωση από τους λάτρεις της εισχωρεί στο ταραγμένο μυαλό της, μαζί με φοβιστικά οράματα του σκηνοθέτη-συζύγου της, που δεν ζει πια. Άραγε, θα ήταν πιο ενδιαφέρουσα η Στριπ στον ίδιο ρόλο; Το πλεονέκτημα με τη Λανγκ είναι ότι έχει κορεστεί λιγότερο στο σινεμά, καθώς έχει πάνω από εικοσαετία να πρωταγωνιστήσει στη μεγάλη οθόνη, αλλά από θεατράλε ακκισμούς, το χέρι που ξεφεύγει και το στόμα που μιλάει μόνο του, δεν πάει πίσω. Έχει τις στιγμές της, έχει και τις δικαιολογίες της (μια κακομαθημένη νάρκισσο παίζει, κατά βάθος), κρατάει ένα κάποιο σασπένς όταν δεν είμαστε σίγουροι αν θα είναι σε θέση να σταθεί όρθια και αξιοπρεπής μέχρι την πρεμιέρα, αλλά η Κάθι Μπέιτς κερδίζει στα σημεία, σ’ αυτόν τον αβανταδόρικο χαρακτήρα της αιώνιας βοηθού που γνωρίζει την κυρία όσο καμία άλλη και έχει, εκτός από την καλή ψυχή, και τη μακριά γλώσσα για να την ισιώσει απολαυστικά όταν πρέπει.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0