Διόλου ευκαταφρόνητος ο αριθμός των ριμέικ που γυρίστηκαν από τους ίδιους σκηνοθέτες, και ο Άνθρωπος που γνώριζε πολλά ίσως να είναι ο Πολίτης Κέιν (ή, αν θέλετε, η Ζαν Ντιλμάν) ανάμεσά τους, εκτός κι αν λογαριάσουμε το Heat του Μάικλ Μαν ή το Children’s Hour του Γουίλιαμ Γουάιλερ για τέτοια – μεγάλη συζήτηση. Η οικονομία (αλλά και οι ελλείψεις) της πρώτης ταινίας δίνουν τη θέση τους στην πληθωρικότητα και στον κοσμοπολιτισμό μιας μεγάλης παραγωγής με χιτσκοκική σφραγίδα, στην οποία πρωταγωνιστούν οι Τζέιμς Στιούαρτ και Ντόρις Ντέι, υποδυόμενοι ζεύγος Αμερικανών τουριστών σε ταξίδι στο Μαρόκο μετά του υιού τους, με τον τελευταίο να πέφτει θύμα απαγωγής. Για να ανακτήσουν το βλαστάρι τους, θα μπλέξουν σε μια ιστορία κατασκοπείας και θα «ξυπνήσουν» στον πραγματικό, επικίνδυνο κόσμο, όπου ο έλεγχος της κατάστασης είναι πρακτικά αδύνατος – μια ιδέα που αδυνατούν να συλλάβουν, τυφλωμένοι από την αμερικανική έπαρσή τους.
Στην πορεία ο άνδρας της οικογένειας ενηλικιώνεται, αποδεχόμενος (επιτέλους) τις πατρικές και συζυγικές ευθύνες του, και ο Χίτσκοκ βρίσκει την ευκαιρία να στήσει εκλεκτές βινιέτες αγωνίας, με κορυφαία εκείνη στο Royal Albert Hall, όπου, μαζί με τον σεναριογράφο του Τζον Μάικλ Χέιζ, αντλούν σασπένς από μια παρτιτούρα. Σε μια μεταμοντέρνα πινελιά, δεκαετίες προτού ο μεταμοντερνισμός καθιερωθεί στα κινηματογραφικά πράγματα, τον μαέστρο στην επίμαχη σεκάνς υποδύεται ο συνθέτης της ταινίας Μπέρναρντ Χέρμαν. Αρκετοί επικαλέστηκαν αυτή την άνευ διαλόγων σκηνή ανθολογίας αργότερα, με τελευταίο τον Κρίστοφερ Μακ Κουόρι στο Mission Impossible: Rogue Nation.
Tέλος, αξίζει να επισημάνουμε ότι εδώ ακούστηκε για πρώτη φορά το «Que sera sera», το τραγούδι-σημαία της Ντόρις Ντέι, το οποίο τιμήθηκε και με Όσκαρ μάλιστα, όχι για την (αδιαμφισβήτητη) ποιότητά του αλλά για την εμπνευσμένη δραματουργική του χρήση.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0