Η βραβευμένη βρετανοαυστραλιανή τηλεοπτική σειρά 12 επεισοδίων «Ten Pound Poms», την πρώτη σεζόν της οποίας είδαμε στο ERTflix, ενώ η δεύτερη έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Μάρτιο και ελπίζουμε να τη δούμε σύντομα και εδώ, μου υπενθύμισε το πόσο ταλαντούχα είναι η ελληνικής καταγωγής Αυστραλή σκηνοθέτιδα Ana Kokkinos, γνωστή για την εμβληματική ταινία του 1998 «Head On» («Κατά Μέτωπο»), η οποία ήταν βασισμένη σε μυθιστόρημα του επίσης Eλληνοαυστραλού Χρήστου Τσιόλκα.
Έχει σκηνοθετήσει μεγάλο μέρος της σειράς, η οποία αποκαλύπτει τις αντιξοότητες, τις κακουχίες και τον ρατσισμό που αντιμετώπισαν οι Βρετανοί μετανάστες της δεκαετίας του 1950 στην Αυστραλία. Μιλήσαμε μέσω Zoom από την άλλη άκρη του κόσμου και μού απάντησε σε όλα με γενναιοδωρία και τόλμη.
— Η απόφασή σας να σκηνοθετήσετε τα 6 από τα 12 επεισόδια του «Ten Pound Poms» έχει να κάνει με την ιστορία και της δικής σας οικογένειας; Φαντάζομαι ότι οι γονείς σας μετανάστευσαν από την Ελλάδα στην Αυστραλία περίπου την ίδια περίοδο με τους χαρακτήρες της σειράς…
Η σειρά μού τράβηξε την προσοχή γιατί είναι μια ιστορία μετανάστευσης και πράγματι υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί με την ιστορία της οικογένειάς μου. Το 1945 η κυβέρνηση της Αυστραλίας δημιούργησε ένα πρόγραμμα ελεγχόμενης μετανάστευσης για πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου. Με 10 λίρες, Βρετανοί υπήκοοι είχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στην Αυστραλία και να εγκατασταθούν εδώ. Είχαν πιστέψει σε μια σειρά υποσχέσεων, όπως ότι υπήρχαν ευκαιρίες εργασίας και στέγης, ήλιος, σέρφινγκ, γενικότερα στην υπόσχεση ενός τόπου με μεγάλους ανοιχτούς ορίζοντες και έναν υπέροχο τρόπο ζωής. Αλλά όταν έφτασαν εδώ, όσα πίστεψαν –ότι θα έβρισκαν τη Γη της Επαγγελίας– εξαερώθηκαν γρήγορα. Στεγάστηκαν σε στρατόπεδα μεταναστών και σε πανσιόν που ήταν συχνά βρόμικες, με υψηλές θερμοκρασίες και στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης.
«Αυτό που προσπαθήσαμε να δείξουμε με τον Νικ είναι ότι ο ρατσισμός υπερβαίνει τις τάξεις και το κοινωνικό στάτους. Οι Αυστραλοί χαρακτήριζαν τους Έλληνες και τους Ιταλούς "wogs" και "dagos". Τα παιδιά των Ελλήνων και των Ιταλών έπρεπε να υποστούν αυτούς τους ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς στο σχολείο και στη γειτονιά. Εμείς, πάλι, αποκαλούσαμε τα Αυστραλάκια "skips". Φυσικά, με τα χρόνια επανοικειοποιηθήκαμε τους χαρακτηρισμούς, αλλά εκείνη την εποχή ήταν τραυματικοί».
Σύντομα ανακάλυψαν ότι και όσον αφορά τις ευκαιρίες εργασίας η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική από τη φαντασία. Αυτό που ήθελε να πετύχει μεταπολεμικά η αυστραλιανή κυβέρνηση ήταν να προσελκύσει ανθρώπους πάση θυσία. Ήταν μια τεραστίων διαστάσεων χώρα που χρειαζόταν εργατικά χέρια για τον αγροτικό τομέα και τις αναπτυσσόμενες τότε βιομηχανικές μονάδες. Ο τόπος είχε ανάγκη την οικονομική ανάπτυξη. Όμως, γύρω στα μισά της δεκαετίας του 1950 η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν ακόμα περισσότερους ανθρώπους από άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία. Οι δικοί μου γονείς μετανάστευσαν στην Αυστραλία το 1954 χάρη σε ένα ανάλογο πρόγραμμα. Τους προσφέρθηκαν ταξιδιωτικές οδηγίες και ξεκίνησαν και εκείνοι τη ζωή τους στην Αυστραλία, όπως και πολλοί Έλληνες, στο στρατόπεδο μεταναστών Bonegilla. Οπότε, ναι, η δική μου ιστορία έχει πολλές ομοιότητες με όσα βίωσαν οι Βρετανοί (Poms). Υπέμειναν την απομόνωση, τη βαριά χειρωνακτική εργασία, τη μοναξιά, τις προκαταλήψεις και τον ρατσισμό.
Ταυτόχρονα, αποκόπηκαν από τις οικογένειές τους στην πατρίδα. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε το ίντερνετ για να κρατάς επαφή με τους συγγενείς σου. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία και τα περιστασιακά τηλεφωνήματα, τα οποία τότε κόστιζαν πάρα πολλά χρήματα. Όσοι έφτασαν εδώ είχαν μόνο από μια βαλίτσα και δεν υπήρχε κανένα σύστημα να τους υποστηρίξει. Ωστόσο, παρ’ όλες τις δυσκολίες, όλοι τους ονειρεύονταν να χτίσουν μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Μία μεγάλη διαφορά που είχαν όμως με τους Βρετανούς ήταν ότι οι Βρετανοί τουλάχιστον μιλούσαν αγγλικά, ενώ οι γονείς μου έπρεπε να μάθουν τη γλώσσα μόνοι τους τα πρώτα χρόνια της διαμονής τους εδώ, καθώς δεν υπήρχαν ειδικά μαθήματα αγγλικών για μετανάστες, όπως σήμερα. Η μητέρα μου έμαθε αγγλικά παρακολουθώντας αμερικανικές και αυστραλιανές τηλεοπτικές σειρές.
— Στη σειρά βλέπουμε τη φρικτή αντιμετώπιση που είχαν οι φτωχοί μετανάστες από τους παλιότερους, εγκατεστημένους και εύπορους Βρετανούς. Τα θύματα δεν είναι Νοτιοευρωπαίοι αλλά συμπατριώτες τους.
Σωστά. Οι Αυστραλοί είχαν πολλές προκαταλήψεις για τους Poms. Έγιναν αντικείμενο χλευασμού, απομόνωσης και διακρίσεων. Όλοι οι ξένοι εκείνη την εποχή αντιμετώπιζαν κάποιου είδους προκατάληψη. Από την άλλη, η Αυστραλία ήταν μια φιλική χώρα για τους περισσότερους μετανάστες. Θα σου πουν ότι ο ερχομός τους εδώ ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να τους συμβεί όσον αφορά τις οικονομικές ευκαιρίες για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Αλλά την ίδια στιγμή, η καθημερινότητα για τους μετανάστες ήταν σκληρή. Υπάρχουν πάντα αντιδράσεις απέναντι στο νέο και το ξένο.

— Ήταν ένα είδος βρετανικής ελίτ που τους ασκούσε όλη αυτή τη βία;
Ναι, φυσικά, οι Anglos, βρετανικής καταγωγής, που είχαν εγκατασταθεί στην Αυστραλία εδώ και αρκετές γενιές και ευημερούσαν. Ήταν οι αυθεντικοί αποικιοκράτες, εκείνοι που είχαν εξολοθρεύσει τον γηγενή πληθυσμό και είχαν υφαρπάξει τεράστιες εκτάσεις γης. Είχαν αποκτήσει μεγάλο πλούτο, άρα ναι, αποτελούσαν την ελίτ.
— Ένας εύπορος χαρακτήρας στη σειρά, ο Νικ, που φλερτάρει με την Άνι, λέει ότι η καταγωγή του είναι από την Αρκαδία της Πελοποννήσου, δεν αποκαλεί τον εαυτό του Έλληνα. Γιατί τον παρουσιάζετε έτσι;
Μοιάζει πιο εξωτικό… Υπήρχαν και Έλληνες που είχαν φτάσει εδώ προπολεμικά, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και είχαν ευημερήσει. Θελήσαμε να παρουσιάσουμε έναν Έλληνα περισσότερο πολίτη του κόσμου, που έχει ταξιδέψει και τα έχει καταφέρει καλά στη ζωή του. Ωστόσο, ακόμα και αν είναι καλλιεργημένος, πλούσιος και λίγο μποέμ, αναφέρεται στις διακρίσεις που βίωσαν οι Έλληνες εκείνη την εποχή, όπως και άλλοι Ευρωπαίοι, όπως οι Ιταλοί. Αυτό που προσπαθήσαμε να δείξουμε με τον Νικ είναι ότι ο ρατσισμός υπερβαίνει τις τάξεις και το κοινωνικό στάτους. Οι Αυστραλοί χαρακτήριζαν τους Έλληνες και τους Ιταλούς «wogs» και «dagos». Τα παιδιά των Ελλήνων και των Ιταλών έπρεπε να υποστούν αυτούς τους ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς στο σχολείο και στη γειτονιά. Εμείς, πάλι, αποκαλούσαμε τα Αυστραλάκια «skips». Φυσικά, με τα χρόνια επανοικειοποιηθήκαμε τους χαρακτηρισμούς, αλλά εκείνη την εποχή ήταν τραυματικοί.
― Έχετε πει σε παλιότερες συνεντεύξεις σας ότι, μετά την επιτυχία του «Head On», σας πρότειναν να εργαστείτε στην Αμερική αλλά απορρίψατε τις προτάσεις γιατί θέλατε να κάνετε πιο προσωπικές και queer ταινίες. Βλέπω ότι έχετε κάνει, παρ’ όλα αυτά, αρκετή τηλεόραση. Δεν είναι και αυτός ένας συμβιβασμός;
Μετά το «Head On» σκέφτηκα την πιθανότητα να πάω στο Λος Άντζελες και να εργαστώ εκεί. Μου προτάθηκαν κάποιες ταινίες μυθοπλασίας, αλλά κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελα, δηλαδή να ζω και να δημιουργώ στην Αμερική. Το Χόλιγουντ είναι μια τεράστια βιομηχανία που παράγει μεγάλο αριθμό προϊόντων και πολύ απλά δεν έβλεπα πώς χωρούσα εγώ σε αυτό. Οπότε αποφάσισα να μείνω στην Αυστραλία. Έκανα άλλες δύο ταινίες μετά το «Head On», το «The Book of Revelation» και το «Blessed» («Ευλογημένες Ψυχές»), το οποίο προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας πριν από 15 χρόνια και βρήκε και ελληνική διανομή. Γενικώς πήγε καλά και απέσπασε και κάποια διεθνή βραβεία.
Αλλά η ανεξάρτητη παραγωγή γίνεται όλο και πιο δύσκολη στις μέρες μας. Ο ανεξάρτητος κινηματογράφος είναι προϊόν αγάπης και είναι δύσκολο για τους κινηματογραφιστές να δουλεύουν σε σταθερή βάση. Επέλεξα τις τηλεοπτικές σειρές οι οποίες με ενδιέφεραν και συνεργάστηκα με παραγωγούς με τους οποίους είχαμε κοινό όραμα. Δεν είναι το ίδιο με το να κάνεις τη δική σου ταινία, αλλά είχα πάντα την πεποίθηση, πράγμα που αποδείχτηκε σε όλες μου τις δουλειές στην τηλεόραση, ότι μπορούσα να εντάξω σ’ αυτές την προσωπική μου σκηνοθετική οπτική. Στον χώρο της τηλεόρασης ασκείσαι στην τέχνη της συνεργασίας κι αυτό εγώ το εκλαμβάνω ως θετική εμπειρία. Είμαι περήφανη για τη δουλειά μου στο «Ten Pound Poms» γιατί οι ιστορίες εστιάζουν σε χαρακτήρες που είναι συνηθισμένοι άνθρωποι της εργατικής τάξης, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αντιξοότητες και παλεύουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες. Μπορεί η σειρά να είναι μυθοπλασία, αλλά είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα.
Πρόσφατα συμμετείχα σε μια ομαδική σκηνοθετική δουλειά με τίτλο «Here Out West» που είναι συνδημιουργία σεναριογράφων από τις μεταναστευτικές κοινότητες των δυτικών προαστίων του Σίδνεϊ. Παρουσίαζε τα βιώματα ανθρώπων με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Ήμασταν πέντε σκηνοθέτες και ο καθένας αφηγήθηκε διαφορετικές ιστορίες που μπλέκονταν μεταξύ τους, με αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες από τη χιλιανή, τη φιλιππινεζική, την ινδική και την κινεζική κοινότητα. Οπότε, έχω καταφέρει να κάνω δουλειές που με αφορούν και, όπως βλέπετε, οι ιστορίες των μεταναστών είναι πάντα στην καρδιά μου.

— Δεν μπορώ να μην αναφερθώ, πάντως, στο γεγονός ότι, ενώ ξεκινήσατε με queer καλλιτεχνικές ταινίες, κι ενώ τα τελευταία 10-15 χρόνια υπάρχει μια διεθνής άνθηση του είδους, εσείς απέχετε. Μια εποχή, 20-30 χρόνια πριν, τολμήσατε να δείξετε ιστορίες που συνδέονταν απόλυτα με τη ζωή των γκέι. Δεν νιώθετε απούσα από την εξέλιξη του queer κινηματογράφου;
Καλή ερώτηση. Πριν από το «Ηead On» είχα κάνει ένα άλλο φιλμ, το «Only the Brave», που ήταν επίσης queer. Queer χαρακτήρας υπάρχει και στο «Blessed». Έκανα μια απόπειρα να κάνω ακόμα μία ταινία queer θεματολογίας, αλλά δεν κατάφερα να βρω χρηματοδότηση. Συμβαίνουν αυτά στον χώρο του κινηματογράφου. Ξεκινάς ένα πρότζεκτ, το δουλεύεις, προσπαθείς να βρεις χρήματα και πολλές φορές δεν οδηγεί πουθενά. Οπότε, πολύ απλά, πρέπει να προχωρήσεις στο επόμενο.
— Νιώθετε αποσυνδεδεμένη από τη σημερινή ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα; Εννοώ, η νέα γενιά που αυτοπροσδιορίζεται ως γκέι, λεσβίες, non-binary και ό,τι άλλο, ταυτότητες που ενίοτε ξενίζουν κάπως τις προηγούμενες γενιές, σας αφορά;
Ως λεσβία, ανήκω στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αλλά δεν έχω πια ακτιβιστική δράση, και θα έλεγα ότι έχω επιλέξει να μιλάω για τα queer θέματα κυρίως μέσα από τις ταινίες μου. Από τότε που έκανα το «Ηead On», υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή των queer ζητημάτων στην Αυστραλία. Έχει γίνει αποδεκτή μια σειρά δικαιωμάτων, όπως ο γάμος, πράγμα που κάποτε ήταν αδιανόητο. Παρ’ όλα αυτά τα κέρδη, τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα εξακολουθούν να απαξιώνονται και να απειλούνται σε πολλά μέρη του κόσμου. Τα νέα αιτήματα έχουν να κάνουν με τα trans και τα non-binary άτομα, ζητήματα που εξερευνούν οι νέοι κινηματογραφιστές, και αυτό είναι συναρπαστικό. Οι queer ιστορίες εξακολουθούν να έχουν σημασία και είναι κάτι με το οποίο μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να ασχοληθώ ξανά.
— Το «Head On» εξόργισε τους Έλληνες της Αυστραλίας. Έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε;
Η οργή, σίγουρα, έχει καταλαγιάσει. Το «Head On» θεωρείται πια κλασική ταινία και ξέρω πολλούς νέους Έλληνες και γενικότερα νέους που συνεχίζουν να το ανακαλύπτουν. Όμως δεν οργίστηκαν με την ταινία μόνο οι Έλληνες. Αρκετοί γκέι, και ιδιαίτερα μέλη της αμερικανικής γκέι κοινότητας, ήταν εξοργισμένοι επειδή την ταινία την υπέγραφε γυναίκα και επειδή η γενικότερη τάση της εποχής ήταν να αποδίδεται η γκέι εμπειρία στον κινηματογράφο με πιο mainstream τρόπο. Ο Άρης, ο κεντρικός χαρακτήρας, παίρνει ναρκωτικά και κάνει βρόμικο σεξ. Για κάποιους, αυτό παραήταν αποκαλυπτικό, η παρουσίαση της ζωής των γκέι παραήταν ειλικρινής. Μάλιστα, στις Κάννες, όπου πήγα να παρουσιάσω την ταινία, κυκλοφορούσε μια φήμη ότι ήμουν άντρας, γιατί το θεωρούσαν αδύνατο μια γυναίκα να έχει κάνει μια τέτοια ταινία, η οποία δίχασε την Croisette. Οι ηλικιωμένοι τη μίσησαν, οι νεότεροι τη λάτρεψαν.

— Ωστόσο, η γκέι κοινότητα στόχευε και κατέκτησε μια σειρά από μεσοαστικές αξίες, όπως ο γάμος, η τεκνοθεσία, το υψηλού επιπέδου βιοτικό επίπεδο.
Ναι, αλλά ο αγώνας συνεχίζεται. Μετά την επανεκλογή του Τραμπ, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Παράλληλα, πάντα ενδιαφερόμουν να συμμετέχω σε διάφορα πρότζεκτ που επικεντρώνονταν στην εργατική τάξη, όπως το «Ten Pound Poms». Η θεματολογία που εμπεριέχει το ταξικό ζήτημα, τα θέματα της εθνικότητας, της σεξουαλικότητας και τα ζητήματα φύλου είχε ανέκαθεν θέση στη δουλειά μου. Στο «Ten Pound Poms» οι γυναικείοι χαρακτήρες περνάνε ένα δυνατό φεμινιστικό μήνυμα και γενικότερα η σειρά μιλάει πολύ για τις γυναίκες. Η πρώτη σεζόν έφτασε τα 6 εκατομμύρια θεατές στη Βρετανία.
— Ναι, το διάβασα. Άλλωστε, μου άρεσε κι εμένα πολύ.
Σκηνοθέτησα και μια άλλη σειρά στην Αυστραλία, για τη δημόσια τηλεόραση, με τίτλο «The Hunting». Αφορούσε το σκάνδαλο μιας γυμνής φωτογραφίας και το πώς επηρέασε τη ζωή τεσσάρων εφήβων και τις οικογένειές τους. Εξερευνούσε τον μισογυνισμό και τις σκοτεινές πλευρές του διαδικτύου και το πώς νεαρά αγόρια εμπορεύονται εικόνες νεαρών κοριτσιών χωρίς τη συναίνεσή τους. Πρόκειται για ένα απίστευτα σημαντικό θέμα και τη σειρά την παρακολούθησαν 5 εκατομμύρια θεατές. Οπότε, για να επιστρέψω στην προηγούμενή σας ερώτηση σχετικά με το γιατί έμεινα στην Αυστραλία αντί να επιλέξω το Χόλιγουντ, και κατά πόσο συμβιβάζεσαι κάνοντας τηλεόραση σε αντίθεση με το σινεμά, έχω κάνει τηλεοπτικές σειρές με τις οποίες δεν ένιωσα να συμβιβάζομαι. Υπήρξα αρκετά τυχερή γιατί δούλεψα σε σειρές στις οποίες θίγονται θέματα που με αφορούν, όπως ο φεμινισμός, το ταξικό ζήτημα, η εθνικότητα και η σεξουαλικότητα. Και παρόλο που είμαι μια παρείσακτη, μια λεσβία από την ελληνοαυστραλέζικη εργατική τάξη, έχω κάνει δουλειές που τις έχει παρακολουθήσει πολύς κόσμος.

— Εξακολουθείτε να νιώθετε παρείσακτη; Είστε επιτυχημένη, μια διάσημη σκηνοθέτιδα, πιθανόν και καλοπληρωμένη, γιατί νιώθετε έτσι; Εξαιτίας της καταγωγής σας και της σεξουαλικής σας ταυτότητας;
Εξαιτίας όλων αυτών.
— Είναι τραύματα που δεν επουλώνονται;
Θα είμαι πάντα παρείσακτη. Δεν το νιώθω πλέον ως τραύμα που χρειάζεται να επουλωθεί, αλλά ως μια δυναμική που μου προσφέρει την προσωπική μου οπτική. Αν ήμουν στρέιτ, Άγγλος και άντρας, η ζωή θα ήταν ευκολότερη. Παρά το status μου ως outsider, έχω καταφέρει να συνεισφέρω με τις αφηγήσεις μου, που άγγιξαν βαθιά πολλούς ανθρώπους.
— Παρακολουθείτε τον ελληνικό κινηματογράφο; Βλέπετε ελληνικές ταινίες;
Δυστυχώς δεν μας δίνεται η δυνατότητα πια να βλέπουμε ελληνικές ταινίες στην Αυστραλία. Μακάρι να έβλεπα σύγχρονο καλλιτεχνικό κινηματογράφο, αλλά αυτές οι ταινίες δεν βρίσκουν διανομή. Είχαμε παλιότερα ένα φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου στη Μελβούρνη, πριν από αρκετά χρόνια, αλλά όχι πια. Πέρα από τον Γιώργο Λάνθιμο, δεν ξέρω τίποτα άλλο.
Official Trailer HEAD ON (1998, Alex Dimitriades)
— Ο Λάνθιμος όμως είναι διεθνής. Δεν έχετε έρθει σε επαφή με καμία από τις πρόσφατες παραγωγές;
Όχι, δεν έχω καμία επαφή με πρόσφατες ταινίες. Μου ξέφυγε και η ταινία για τον μουσικό.
— Θα εννοείτε την ταινία για τον Καζαντζίδη. Κάποια αγαπημένη ταινία από το παρελθόν;
Έχω υπάρξει θαυμάστρια του Θόδωρου Αγγελόπουλου· το «Τοπίο στην ομίχλη» και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» είναι οι αγαπημένες μου. Και πάντα θα αγαπώ τον «Ζορμπά» και τη «Στέλλα» του Κακογιάννη.
— Αυτά είναι κλασικά.
Υπέροχες ταινίες. Γνώρισα τον Μιχάλη Κακογιάννη στην Αθήνα το 2002. Συζητήσαμε πολύ γύρω από τον κινηματογράφο της εποχής. Κυριαρχούσε τότε το Δόγμα 95 με τη χρήση κάμερας στο χέρι, ελάχιστο τεχνητό φωτισμό, γενικότερα μια αισθητική που δημιούργησε ταινίες ενός συγκεκριμένου είδους. Ο Κακογιάννης ήταν πολύ γενναιόδωρος και πολύ συμπαθής.
— Είχε και βρετανική παιδεία.
Ήταν και η Ειρήνη Παπά μαζί του, οπότε είχα την ευκαιρία να συναντήσω δύο από τους αγαπημένους μου Έλληνες καλλιτέχνες.


— Πρόσφατα επισκεφτήκατε την Ελλάδα. Δεν ξέρω πόσο συχνά έρχεστε, αλλά ποια ήταν τα συναισθήματά σας; Παρατηρήσατε αλλαγές στην κοινωνία;
Είχα να έρθω 15 χρόνια, κάτι που μετανιώνω, αλλά είχα μπλέξει με πολλές δουλειές. Ήμουν πολύ περίεργη να δω αν η χώρα είχε αλλάξει. Αυτήν τη φορά οι Έλληνες μου φάνηκαν διαφορετικοί. Σαν να έχουν μαλακώσει, ήταν πιο ευγενικοί, λιγότερο αγχωμένοι από παλιότερα. Τέλος πάντων, αυτή ήταν η εντύπωση μου. Ερωτεύτηκα ξανά την Ελλάδα.
— Λέτε να μας επηρέασε η κρίση;
Μπορεί. Οι Έλληνες στο παρελθόν ήταν επιθετικοί, τα πάντα ήταν θέμα για ρήξη, για αντιπαράθεση, το έβρισκα δύσκολο να συνεννοηθώ μαζί τους. Δεν ξέρω. Μήπως οι Έλληνες έγιναν περισσότερο Ευρωπαίοι;
— Εννοείτε λιγότερο Ανατολίτες;
Ναι, λιγότερο Ανατολίτες και περισσότερο Ευρωπαίοι. Μοιάζουν να τα έχουν βρει με τον εαυτό τους, να τον έχουν αποδεχτεί. Αλλά είδα και πόσο δύσκολα τα βγάζουν πέρα. Πρέπει να κάνουν πολλές δουλειές ο καθένας, και το κόστος της στέγασης είναι σοβαρό πρόβλημα. Ο τουρισμός είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα. Τα χρήματα των τουριστών είναι αναγκαία, αλλά ανεβάζουν τις τιμές και το κόστος διαβίωσης στα ύψη. Αυτό που δεν έχει αλλάξει φυσικά είναι η ελληνική φιλοξενία, η εκπληκτική μας κουζίνα και οι ισχυρές οικογενειακές σχέσεις. Είδα επίσης πολλή ενέργεια στην Αθήνα, οι νεότερες γενιές διαμορφώνουν νέες προοπτικές στην τέχνη και στην κουλτούρα. Νομίζω ότι είναι συναρπαστική εποχή να βρίσκεται κανείς στην Αθήνα.