Αφιερωμένο στη μνήμη του Γουές Κρέιβεν και ευθύ sequel του «Scream 4», το requel, όπως μία από τις βερμπαλίζουσες πρωταγωνίστριες βαφτίζει το υβρίδιο που θέλει μια συνέχεια γνωστής σειράς να μην προσδιορίζεται παρά μόνο σε σχέση με το πρωτότυπο, είναι ένας καταιγιστικός πονοκέφαλος αναφορών και αναλυτικής σεναριακής επεξήγησης για το τι θα έπρεπε να περιμένει ο θεατής που ήδη παρακολουθεί την ταινία η οποία εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του. Ο τέταρτος τοίχος έχει καταργηθεί και η διπλομαντεψιές αραδιάζονται μηχανικά, όσο άψυχες είναι και οι ερμηνείες της νεότερης παρέας θυτών και θυμάτων στο γνωστό από τα παλιά σκηνικό, με την επιστροφή των Νιβ Κάμπελ, Κόρτνι Κοξ και Ντέιβιντ Αρκέτ στον τόπο των εγκλημάτων. Το πονηρό στοιχείο του νιοστού αυτού «Scream» είναι ότι, ενώ λέει πως περιφρονεί τη βάση των σκληροπυρηνικών που συντηρούν το είδος, τους σερβίρει κανονικά και ευλαβικά, θέτοντας πλέον υπαρξιακά ερωτήματα για τη σατιρική φρίκη του πρώτου Σαββατοκύριακου του box office, διότι λείπει εντελώς η απόπειρα ανανέωσης, πόσο μάλλον της πρωτοτυπίας, αφού το μέτα ζει και βασιλεύει και ο σαδισμός μεταφέρεται και εκτός οθόνης, με μαχαιριές στα νεύρα όσων έχουν ξεπεράσει τα επαναλαμβανόμενα τερτίπια του φαντασματοπρόσωπου του Γούντσμπορο.