Η επανέκδοση της ταινίας του Κιμ Κι-Ντουκ, του σκηνοθέτη που υπήρξε ένα από τα θύματα του κορωνοϊού, ανοίγει και πάλι τη γνωστή συζήτηση περί διαχωρισμού καλλιτέχνη και ανθρώπου. Με το ξέσπασμα του #ΜeToo ακολούθησαν βροχή από καταγγελίες σε βάρος του Νοτιοκορεάτη δημιουργού για εργασιακό bullying, σεξουαλική παρενόχληση, ακόμα και για βιασμό, με τους υπεύθυνους της Δίωξης να δηλώνουν, μάλιστα, ότι υπήρχαν σοβαρά στοιχεία εναντίον του σκηνοθέτη, αλλά τα χέρια τους ήταν δεμένα επειδή τα αδικήματα είχαν παραγραφεί. Στην ταινία του ο Κιμ Κι-Ντουκ αναφέρεται (και) στο ζήτημα των «δικαιωμάτων» των αρσενικών πάνω στο «αντικείμενο» του πόθου τους και στέκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Πρόκειται, επομένως, για πλήρη διάσταση μεταξύ αυτών που λέει το έργο και των πεπραγμένων του δημιουργού του κι αν ναι, επηρεάζει αυτό την αξία του και τη στάση μας απέναντί του; Ο υπογράφων εκτιμά πως αυτή η συζήτηση υπερβαίνει τα όρια μιας κινηματογραφικής κριτικής, αντικείμενο της οποίας (πρέπει να) είναι το σινεμά και όσα λέγονται μέσα από αυτό για τον κόσμο μας.

 

Αυστηρά ως δημιουργός, λοιπόν, ο Κιμ Κι-Ντουκ υπήρξε μια αμφιλεγόμενη περίπτωση. Ανήκε σε εκείνη τη σκηνοθετική κάστα της οποίας η δημιουργικότητα προγραμματίζεται με γνώμονα τα φεστιβάλ, τροφοδοτείται από αυτά και τα τροφοδοτεί. Το έργο του έχει υπάρξει εριστικό, αδικαιολόγητα σκληρό, συχνά καμωμένο εμφανώς με γνώμονα το φεστιβαλικό σούσουρο που συνοδεύει δημιουργίες οι οποίες παίζουν το παιχνίδι της πρόκλησης – «είδες εκείνο το ασιατικό όπου η πρωταγωνίστρια χαρακώνει με αγκίστρι το αιδοίο της;». Δύο φορές ξέφυγε από αυτήn τη δημιουργική γραμμή και παρέδωσε τις καλύτερες δουλειές του. Η μια ήταν το 3-Iron και η άλλη το παρόν, το οποίο, όχι τυχαία, αποτέλεσε και την πιο αγαπημένη δουλειά του.

 

Με τη δράση τοποθετημένη σε έναν απομονωμένο, πλωτό βουδιστικό ναό, το φιλμ διατρέχει τις εποχές και μαζί τους τα στάδια της ζωής του νεαρού μαθητευόμενου ενός μοναχού. Η αφήγηση χωρίζεται σε κεφάλαια, καθένα από τα οποία βρίσκει τον ήρωα σε διαφορετική ηλικία. Κάθε εποχή επιφυλάσσει κι ένα διαφορετικό μάθημα για τον ήρωα, το όνομα του οποίου δεν θα μάθουμε ποτέ, ίσως επειδή αποτελεί σύμβολο σχετιζόμενο με την ανθρώπινη κατάσταση. Το νερό που περιβάλλει τον ναό είναι η ζωή, παγώνει όταν η τελευταία βρίσκεται σε στασιμότητα. Η βάρκα είναι το μέσο για να διασχίσει ο ήρωας τα κάποτε επώδυνα μονοπάτια της. Και η πορεία του εντός της θα σχηματίσει έναν τέλειο κύκλο, ο οποίος, μέσα στον ανακουφιστικό λυρισμό της κοινής εμπειρίας από γενιά σε γενιά, ενέχει και το στοιχείο της απαισιοδοξίας: είτε στη μοίρα μας, είτε στο DNA μας, είτε σε κάτι που δεν έχουμε ανακαλύψει ή επινοήσει ακόμα, είναι γραφτό να κάνουμε τα ίδια λάθη, παρά τις επιμέρους διαφορές μας.

 

Πρόκειται για ένα λακωνικό κινηματογραφικό ποίημα που στοχάζεται με απλότητα και σαφήνεια πάνω στην κυκλική πορεία της ζωής και της (παν)ανθρώπινης ιστορίας –με μικρό αλλά και με κεφαλαίο–, πλήρως απαλλαγμένο από τις γραφικότητες που συνοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του δημιουργού του. Κι ο ασκητικός του ρυθμός συνιστά μια όαση ανάπαυσης από την ομοβροντία εναλλασσόμενων εικόνων που (υπο)δεχόμαστε καθημερινά με ταχύτητα προσαρμοσμένη στο ολοένα και χαμηλότερο attention span μας.