«Στη χειρότερη περίπτωση, θα με ξαναβάλουν φυλακή», υποστήριζε τον περασμένο Μάιο από τις Κάννες ο Τζαφάρ Παναχί, αντιμετωπίζοντας στωικά, με γλυκόπικρο μειδίαμα, τις επιπτώσεις της κινηματογραφικής του αντίστασης, σε ένα αναπόφευκτο continuum καλλιτεχνικής αποφασιστικότητας και ανθρώπινης μοιρολατρίας. Πρακτικά, αν και όχι καλλιτεχνικά, τοποθετείται κάπου μεταξύ Μοχάμεντ Ρασούλοφ, που δεν άντεξε, και σίγουρα δεν τον άντεξαν, με αποτέλεσμα να λιποτακτήσει στη Γερμανία για να επιβιώσει και να συνεχίσει τη δουλειά του, και Ασγκάρ Φαραντί, ο οποίος δείχνει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της κυβέρνησης της Τεχεράνης, εξετάζοντας τις κοινωνικές παθογένειες διακριτικά και πιο αφαιρετικά. Ο Παναχί αρνείται να εγκαταλείψει τη χώρα του, όσο απορρίπτει την ιδέα να φιμωθεί ή να σταματήσει – αυτό ξέρει να κάνει και αυτά θέλει να πει, πληρώνοντας το τίμημα, με ένα υπολογίσιμο διάστημα μέσα στις φυλακές του Εβίν, παρέα με 30 διανοούμενους συγκρατούμενους και λίγες εκατοντάδες άλλους έγκλειστους, κυρίως για ποινικά αδικήματα. Εκεί εμπέδωσε το μάθημα που θα έπρεπε να διδαχτούν οι διώκτες του: όσο περιορίζεις και τιμωρείς έναν αντιφρονούντα, ουσιαστικά τον εμπνέεις δίνοντάς του νέο υλικό για να σε καταδώσει στον υπόλοιπο κόσμο – αντί να τον στεγνώσεις, όπως είναι προφανώς το ζητούμενο, τον δυναμώνεις. Για πρώτη φορά στη μακρά και περιπετειώδη καριέρα του, ένα happy end τον περίμενε στις ολόφωτες Κάννες αλλά και στα πάτρια εδάφη: η ταινία του απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα, και κανείς δεν τον συνέλαβε στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης – αντιθέτως, δεν κατάφερε να παραστεί στη Νέα Υόρκη μήνες αργότερα, όπου θα συζητούσε με τον Μάρτιν Σκορσέζε στην αμερικανική πρεμιέρα της ταινίας, γιατί το shutdown της κυβέρνησης Τραμπ καθυστέρησε σημαντικά την έκδοση της βίζας του!

 

Το Ένα απλό ατύχημα ξεκινά με μια δυσάρεστη σύμπτωση, την ατυχία ενός άνδρα που ένα βράδυ, οδηγώντας και έχοντας την οικογένειά του μαζί, μένει από βενζίνη, ζητά βοήθεια, κι ένας μηχανικός τον αναγνωρίζει από το κομμένο του πόδι: είναι ο βασανιστής του στη φυλακή. Τον παρακολουθεί, τον χτυπά, τον αφήνει αναίσθητο και τον κρατά όμηρο στο αυτοκίνητό του την επομένη – οργισμένος, ετοιμάζεται να τον θάψει ζωντανό για αντίποινα. Την τελευταία στιγμή, μετά από ικεσίες και μια αρκετά πειστική δικαιολογία, του δημιουργούνται αμφιβολίες και τον περιφέρει σε πρώην συγκρατούμενους, ελεύθερους πια, για να σιγουρευτεί πως πρόκειται για τον σωστό θύτη και όχι για λάθος (σημείωση: όλοι βασανίζονταν με δεμένα τα μάτια, και ένα από τα θύματα αναγκαζόταν να ψηλαφεί τις ουλές του, έχοντας έτσι σχετικό πλεονέκτημα στην τελική απόφαση). Σε ένα twist της πλοκής, ο κλήρος πέφτει στους ανθρώπους που υπέφεραν, οι οποίοι, πρωτότυπα, δεν είναι οι τυπικοί διανοούμενοι που περιμένουμε αλλά άνθρωποι του μόχθου, αντιφρονούντες από όλα τα στρώματα της κοινωνίας, δεμένοι από την τραυματική εμπειρία του εγκλεισμού. Πλέον, καλούνται να ζήσουν με τη συνείδησή τους, να συγχωρήσουν ή να εκδικηθούν, προσπερνώντας ή υπακούοντας στο αρχικό αντιγύρισμα της βίας στη βία. Αντάρτικο και απλό όπως πάντα, το σινεμά του Παναχί αποβλέπει σε έναν στόχο αποφεύγοντας τα μηνύματα, μέσα από φυσικούς διαλόγους, βάζοντας τον θεατή στο επίκεντρο μιας ομάδας ανθρώπων σε εύλογη σύγχυση, να κρυφακούει αντιήρωες σε μια εξαιρετική περίσταση.

 

Το δίλημμα της θαυμάσιας ταινίας του Ιρανού δημιουργού του Ταξί στην Τεχεράνη και του This is not a film εννοείται πως είναι πολιτικό, αλλά καταφέρνει να γίνει δραματικά ενωτικό, ένας θρίαμβος της ρεαλιστικής ιδεολογίας του διαλόγου και της ανεκτικότητας σε μια κοινωνία καταπιεσμένη, διχασμένη και χρόνια τρομαγμένη, ασθενή, αν και, ευτυχώς, στο τελευταίο στάδιο, όσο υπάρχουν φωνές σαν του Παναχί που ακόμη αρθρώνουν σκέψη και γόνιμο λόγο μέσα από το οικουμενικό σινεμά. Το περίτεχνο φινάλε, που αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα, σφραγίζει μια υπέροχη ιστορία σασπένς και συγκίνησης.