Κακά τα ψέματα, οι (αγνές και άμεσες) ταινίες προπαγάνδας, που κάποτε αποτελούσαν ένα σεβαστό μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής, ελάχιστους ενδιαφέρουν σήμερα, ακόμα λιγότερους μη ομοϊδεάτες, και παρακολουθούνται κυρίως για εγκυκλοπαιδικούς λόγους. Το «Είμαι η Κούβα» είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς η δημοφιλία του είναι όψιμη. Εξαφανισμένο για πάνω από τρεις δεκαετίες, επανεμφανίστηκε στα ’90s και, χάρη στην επιμονή του Μάρτιν Σκορσέζε, που είχε εντυπωσιαστεί με την κατασκευή και τους νεωτερισμούς του, σουλουπώθηκε και στη συνέχεια αποκαταστάθηκε ψηφιακά, αποκτώντας το status ενός χαμένου αριστουργήματος. 

 

Η ταινία είναι προϊόν της συνεργασίας Σοβιετικής Ένωσης και Κούβας, με τους πρώτους να στέλνουν στην Κούβα του Φιντέλ το σκηνοθετικό τους αστέρι, τον Μιχαήλ Καλατόζοφ του «Όταν περνούν οι γερανοί». Το φιλμ ξεκινά με πανοραμικά πλάνα του νησιού από ελικόπτερο, με τον φακό να κατεβαίνει στη συνέχεια για να αναδείξει ένα εκθαμβωτικό φυσικό τοπίο. Μια γυναικεία φωνή, η φωνή της Κούβας, μας συστήνεται και μας λέει ότι όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος την επισκέφτηκε έγραψε στο ημερολόγιό του πως είναι «η ωραιότερη περιοχή που έχει δει ποτέ το ανθρώπινο μάτι». Κι ενώ γνέφεις καταφατικά μπρος στο θέαμα, έρχεται η ανατροπή. «Ευχαριστώ, κύριε Κολόμβε. Όταν με πρωτοείδες τραγουδούσα και χόρευα και νόμιζα ότι τα καράβια σου έφερναν ευτυχία», συνεχίζει η φωνή για να προσθέσει, «μου πήραν τη ζάχαρη και μου άφησαν τα δάκρυα». Και τότε συνειδητοποιούμε ότι έχουμε πέσει στην παγίδα. Έχουμε μπει κι εμείς στο έργο σαν σινεφίλ αποικιοκράτες, σαν Κολόμβοι του κινηματογραφικού τουρισμού, και έχουμε εστιάσει στον εξωτισμό της εικόνας, αγνοώντας ότι εντός αυτής βλέπουμε (και) την καθημερινότητα φτωχών ανθρώπων που ρήμαξε η αποικιοκρατία, μαζί με τον φυσικό πλούτο του τόπου τους.

 

Η αμέσως επόμενη σκηνή είναι (όχι τυχαία) ένα πάρτι πλούσιων τουριστών, κινηματογραφημένο με τέτοια δεξιοτεχνία που θα άφηνε τον Μπαζ Λούρμαν με το στόμα ανοιχτό. Γενικά, η ταινία έχει εκτεταμένα μονοπλάνα, γυρισμένα αναλογικά (προφανώς) και τόσο σύνθετα σε επίπεδο χορογραφίας, ενορχήστρωσης και συντονισμού που σχεδόν μας κάνουν να ντρεπόμαστε που επαινέσαμε αντίστοιχα ψηφιακά ενισχυμένα σαν εκείνα του πρόσφατου «John Wick», για παράδειγμα. Αυτές οι πλαν-σεκάνς γυρίστηκαν με έναν προάγγελο της steadicam, μια ειδική κάμερα που έδεναν πάνω στον οπερατέρ, ο οποίος κινηματογραφούσε σε συνθήκες που μάλλον δεν θα αποκαλούσες ακριβώς φιλεργατικές, αν διαβάσεις περισσότερα γι’ αυτές – μεγάλη συζήτηση και ενδιαφέρουσα αντίφαση αυτή, δεδομένων των καταβολών και των προθέσεων της ταινίας. Ο ευρυγώνιος φακός μάς τοποθετεί στη θέση ενός μυστικού, αόρατου παρατηρητή, δίνει την αίσθηση μιας καταβύθισης στην Κούβα προ και μετά Μπατίστα, ταυτόχρονα ρεαλιστικής και σχεδόν υπερβατικής, με το αποτέλεσμα να σε καθηλώνει με την ομορφιά του. 

 

Μια συχνή μικροαστική ανησυχία των γονιών είναι ότι τα παιδιά θα δουν την τάδε ταινία και αυτή, με τα «υποχθόνια» μηνύματά της, θα τα μετατρέψει στο δείνα. Ε, οφείλουμε να σας προειδοποιήσουμε ότι αν για κάποιον (αξιοθαύμαστο) λόγο τα παιδιά σας βρεθούν σε προβολή του «Soy Cuba», η ταινία είναι τόσο όμορφη που μπορεί να τα κάνει κομμουνιστές – αν και, εδώ που τα λέμε, μπορούμε να σκεφτούμε κυριολεκτικά εκατοντάδες πολύ χειρότερα πράγματα που μπορούν να συμβούν στον χαρακτήρα ενός παιδιού. Η αλήθεια είναι ότι η ομορφιά της ταινίας είναι τέτοια που αμφότερα τα καθεστώτα τη θεώρησαν αποτυχία, καθώς εκτίμησαν ότι το μήνυμα περνάει σε δεύτερη μοίρα επειδή ο θεατής θαμπώνεται από την τεχνική του σκηνοθέτη και τη μεθυστική εικονογραφία. 

 

Δύο ενστάσεις ως προς αυτό, κυρίως για εκείνον τον σημερινό θεατή (ή κριτικό, δηλαδή… επαγγελματία θεατή) που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο τρόπος της κινηματογράφησης όντως υπονομεύει το μήνυμα της ταινίας, ειδικά στα δύο από τα τέσσερα κεφάλαια που θέλουν να καταδείξουν την κατάσταση στην περιοχή επί Μπατίστα. Πάρτε για παράδειγμα τη σκηνή όπου η ηρωίδα της πρώτης ιστορίας, που εκπροσωπεί τη βωβή, παθητική διαμαρτυρία, χορεύει ηδονικά. Δείτε όταν ο φακός περνά από τα πρόσωπα των πλούσιων ξένων που τη θαυμάζουν και την ποθούν και θέλουν κάτι από τον εξωτισμό της πόσο παραμορφωμένα και αηδιαστικά δείχνουν αυτά, πόσο παραβιαστικό γίνεται το βλέμμα τους – σε αυτήν τη σκηνή μια χαρά περνάει το μήνυμα δηλαδή, αλλά με τρόπο αυστηρά κινηματογραφικό, όχι με εκείνον που αναμένει ένα καθεστώς από την προπαγάνδα του. 

 

Η άλλη μας ένσταση είναι ότι ακριβώς λόγω αυτού του τεχνικού και οπτικού της μεγαλείου η ταινία υπερβαίνει τα (στενά) όρια της άμεσης ταινίας προπαγάνδας και μπορεί να γίνει αντικείμενο θαυμασμού από έναν σημερινό θεατή που δεν τον ενδιαφέρει αυτό το σινεμά ή δεν ασπάζεται την ιδεολογία που πρεσβεύει. Ταυτόχρονα, βέβαια, το ίδιο το είδος και η στοχοθεσία του βάζουν ένα φρένο, ένα όριο στην κριτική αποτίμηση. Το «Soy Cuba» δεν παύει να είναι μια ταινία προπαγάνδας, άρα εκ των πραγμάτων ασπρόμαυρης λογικής, που καταλήγει σε άκριτη εξύμνηση της επανάστασης και της επακόλουθης εποχής Φιντέλ – δεν παραβλέπουμε και τις ειδικές συνθήκες της εποχής που γυρίστηκε βέβαια. Και όταν λέμε εξύμνηση, εννοούμε στα όρια της θρησκευτικότητας. Σκεφτείτε ότι ο συγχωρεμένος ο Νίκος ο Αντωνάκος, όταν είχε κυκλοφορήσει η ταινία στις ελληνικές αίθουσες στα μέσα των ’00s, είχε συντάξει μια κριτική στον «Ριζοσπάστη», όπου καλούσε τον κόσμο να φορέσει τα καλά του για να πάει στην ταινία, όπως οι πιστοί τη Λαμπρή – τον σκέφτεσαι να το γράφει και να το λέει και, πραγματικά, αν τον είχες γνωρίσει και δεν έχεις ιδεοληψίες, δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις αγαπητικά και τρυφερά. 

 

Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο των καλλιτεχνικών δεσμών στα οποία υπόκειται μια ταινία προπαγάνδας έρχεται στο τέλος της δεύτερης ιστορίας, όταν ακούμε τη φωνή της Κούβας να μονολογεί και να αναρωτιέται ποιος γέμισε με αίμα τις φοινικιές της. Ε, αμέσως μετά ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα αρχειακού υλικού με βράβευση του Μπατίστα – ένα στιγμιότυπο που θα έκανε ακόμα και τον Μάικλ Μουρ, τον σύγχρονο μετρ του κινηματογραφικού λαϊκισμού, να κοκκινίσει (#diplhs).   

 

Πάντως, οφείλουμε να επισημάνουμε και πάλι ότι ακόμα και για εκείνον που διαφωνεί ιδεολογικά, όχι μερικώς αλλά ριζικά, η ταινία συνιστά μια έκτακτη και αναγκαία προβολή. Όχι για εκπαιδευτικούς ούτε για ιστορικούς ή ακαδημαϊκούς λόγους, αλλά επειδή, δίχως ίχνος υπερβολής, θα χορτάσει σινεμά με αυτό που θα δει στην οθόνη.