Τακτικός συνεργάτης του Φασμπίντερ, εσχάτως και του Φατίχ Ακίν, ο πολυσχιδής Χαρκ Μπομ είχε γράψει ένα αυτοβιογραφικής υφής σενάριο, εμπνευσμένο από τα παιδικά του χρόνια, και αντί να το σκηνοθετήσει ο ίδιος, το ανέθεσε στον Ακίν.

 

Η δράση τοποθετείται στο απομονωμένο νησί του Άμρουμ κατά τις τελευταίες μέρες του Χίτλερ και την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος. Κεντρικός ήρωας είναι ο δωδεκάχρονος Νάνινγκ, υιός ναζιστικής οικογένειας. Με τους φυσικούς πόρους σε ένδεια, καλείται να βρει τα υλικά ώστε ο φούρναρης να φτιάξει λευκό ψωμί και να ευχαριστήσει την ασθενή μητέρα του, που ζήτησε τέτοιο. Η αναζήτησή του θα οδηγήσει σταδιακά στην αφύπνισή του γύρω από τη φύση της ναζιστικής ιδεολογίας κι από τους τρόπους των ενηλίκων, σε μια ακόμα ταινία που επιχειρεί να δει τον κόσμο μέσα από το παιδικό βλέμμα. 

 

Ως σκηνοθέτης, ο Ακίν μπορεί εύκολα να αφουγκραστεί τον ήχο μιας πόλης, να συλλάβει τον ερωτισμό ή την ευφορία και να τη μεταδώσει, είναι, όμως, ένας ως επί το πλείστον «κυριολεκτικός» δημιουργός, ποτέ του δεν υπήρξε ποιητής. Αυτή του η ένδεια –δεν πρόκειται για ένδεια γενική, η λέξη χρησιμοποιείται σε σχέση με τις απαιτήσεις του εγχειρήματος– καλύπτεται επαρκώς από τον διευθυντή φωτογραφίας του, που «αφήνει πάντα μια χαραμάδα για να μπει το φως» και κινηματογραφεί το φυσικό τοπίο του νησιού με το δέος της ανακάλυψης –τα έχουμε ξαναπεί, η εξερεύνηση και η ανακάλυψη είναι δομικά στοιχεία της παιδικής ηλικίας– και, βέβαια, μας χαρίζει μερικά νυχτερινά πλάνα παλιάς κοπής. Πιθανότατα γυρίστηκαν με τον πατροπαράδοτο τρόπο του γυρίσματος τη μέρα, τον οποίο οι σύγχρονοι κινηματογραφιστές αρνούνται πεισματικά, στερώντας μας εκείνη την υπέροχη, τεχνητή νύχτα του σινεμά και βυθίζοντας το κάδρο –και την τέχνη;– στο σκοτάδι. 

 

Το παιδικό βλέμμα εξηγεί την απλότητα για την οποία θα ψέξει μερίδα του κοινού και της κριτικής την ταινία –είναι ακαδημαϊκός ο Μπομ, προφανώς και μπορεί να μιλήσει πιο σύνθετα για το «αυγό του φιδιού», δεν ήταν αυτό το ζητούμενο–, μέσα στην απλότητα, όμως, υπάρχει (και) διαλεκτική που σπανίζει στις μέρες μας. Η δε συγκίνηση προκύπτει αβίαστα στις τελευταίες σκηνές, όπου, σαν το φως, βρίσκει και η καλοσύνη μια χαραμάδα για να περάσει.