Η ταινία καταλήγει σε ένα θριαμβευτικό φινάλε που δεν μας αφήνει άλλη επιλογή από το να παραδοθούμε στη μεθυστική τέχνη ενός από τους μεγάλους του σύγχρονου σινεμά.
Οι κριτικές για το No other choice ήταν αποθεωτικές στο Φεστιβάλ Βενετίας. Την «κατάμαυρα» κωμική διασκευή του κλασικού πλέον μυθιστορήματος του Ντόναλντ Γουέστλεϊκ The Ax, με θέμα ένα στέλεχος επιχείρησης που απολύεται και βρίσκει τρόπους να αποδεκατίσει τους υποψήφιους ανταγωνιστές του για τη θέση, έχει αναλάβει η Neon, που δεν χάνει στα μεγάλα βραβεία: για πρώτη φορά ο Παρκ Τσαν-γουκ προωθείται ολοταχώς και ενορχηστρωμένα για Όσκαρ όχι μόνο ξενόγλωσσο αλλά και «κανονικό», ειδικά αυτό της σκηνοθεσίας, με τον ίδιο τρόπο που είχε σαρώσει ο συμπατριώτης του Μπονγκ Τζουν-χο, πάντα υπό την αιγίδα της Neon.
Παρών σε σημαντικά φεστιβαλικά ραντεβού, ο Παρκ δεν έχει αποσπάσει ποτέ κορυφαίο έπαθλο, τουλάχιστον όχι κάτι πιο χτυπητό από το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες για το θεσπέσιο Decision to leave, το Βραβείο της Επιτροπής για το αξέχαστο Thirst και τη δεύτερη τη τάξει διάκριση για το αξεπέραστο Oldboy, που αν και άξιζε τον Φοίνικα, παρά τις εκκλήσεις του Ταραντίνο, αυτός κατέληξε στον Μάικλ Μουρ. Το επιμύθιο επιβεβαιώνει το συχνό φαινόμενο της εγκωμιαστικής επισήμανσης μιας ταινίας φορτισμένης με τον ρόλο της αναδρομικής αναγνώρισης του προσώπου και του έργου ενός σπουδαίου δημιουργού – η συγκυρία παραμένει κρίσιμος παράγοντας που δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζεται. Με την αφορμή μιας από τις λιγότερο σημαντικές δουλειές του, που ωστόσο είναι καλύτερη από το 90% όσων κυκλοφορούν εκεί έξω, όσοι δεν τον έχουν ακούσει θα τον γνωρίσουν και σίγουρα θα θαυμάσουν τη δουλειά του. Το Τσεκούρι το έχουμε ξαναδεί μεταφερμένο από τον Κώστα Γαβρά και είναι μια από τις πληρέστερες ταινίες της τελευταίας φάσης της καριέρας του. Ο Παρκ, φυσικά, το έχει δει, όπως είπε σε συνάντησή μας στο Lido, του αρέσει πολύ και ήθελε εδώ και είκοσι χρόνια να γυρίσει τη δική του εκδοχή. Άλλωστε, το θέμα προσφέρεται για μετασκευή και πολλαπλή ερμηνεία.
Ο τόνος μπορεί να αλλάζει, αλλά το γενικότερο ζήτημα που θίγει παραμένει πάντα επίκαιρο. Ο λόγος που ο Κορεάτης σκηνοθέτης άργησε τόσο πολύ ήταν –τι άλλο;– οικονομικός. Του πήρε είκοσι χρόνια να υλοποιήσει το πρότζεκτ από τη στιγμή που ανήγγειλε πρώτη φορά επίσημα την πρόθεσή του να το γυρίσει. Προσάρμοσε τη δράση στον τόπο του, μίλησε στο δικό του πνεύμα, τήρησε τους ιδιωματικούς του χρόνους και ισορρόπησε την τραγωδία ενός ανθρώπου που στο πρώτο πλάνο σφιχταγκαλιάζει την οικογένειά του στο σπίτι των ονείρων του αναφωνώντας «τα έχω όλα» με το περιπετειώδες, ειρωνικό χιούμορ που κρύβει το δόλιο όσο και απελπισμένο σχέδιό του να ελέγξει την ενδεχόμενη πρόσληψη του αντικαταστάτη του, για να μην προλάβει κάποιος άλλος να του φάει τη θέση του επιτηρητή σε ένα εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού – πού να ήξερε πως το πλάνο της ηγεσίας ενδιαφέρεται ελάχιστα για την ανθρώπινη παρέμβαση στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης…
Με τον πρωταγωνιστή του «Squid Game» να κυριαρχεί στο κάδρο και τις συνήθεις περίτεχνες σεκάνς του να σπινθηρίζουν από ενέργεια και ακρίβεια, ο Παρκ κολακεύει το κοινό και τις προσδοκίες του σαν μαέστρος που γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά την παρτιτούρα και τους μουσικούς του. Ο ρεαλισμός του δεν μοιάζει πάντα πιστευτός και συχνά ο στόχος απομακρύνεται για χάρη του στυλ. Ενίοτε τραβηγμένο και φλύαρο, το No other choice επαναλαμβάνεται στο μεγάλο μεσαίο κομμάτι του, καταλήγοντας ωστόσο σε ένα θριαμβευτικό φινάλε που δεν μας αφήνει άλλη επιλογή από το να παραδοθούμε στη μεθυστική τέχνη ενός από τους μεγάλους του σύγχρονου σινεμά.







- Facebook
- Twitter
- E-mail
0