Ο Νορβηγός Χοακίμ Τρίερ «κάνει» τον Γούντι Άλεν, που «κάνει» τον Μπέργκμαν, σε μια ταινία που φλερτάρει, ευτυχώς προσωρινά, ακόμη και με τον Φελίνι, και που ξεκινά, με ορμή Ρούμπεν Έστλουντ (!), με τη Νόρα, κόρη σπουδαίου σκηνοθέτη και διάσημη θεατρική ηθοποιό, η οποία παθαίνει πανικό, όπως το συνηθίζει, λίγα λεπτά πριν από την πρεμιέρα του «Κουκλόσπιτου» του Ίψεν (Νόρα λέγεται και η πρωταγωνίστρια, θυμίζουμε) και ζητά από τον παντρεμένο συμπρωταγωνιστή της, με τον οποίο τα έχει, να της κάνει έρωτα, ή να τη πλακώσει στο ξύλο, όπερ και εγένετο, για να συνέλθει, κάτι που δεν συνέβη! Το τρίωρο οικογενειακό δράμα καταλύεται από την έντονη επίδραση του πατέρα: ο Γκούσταβ Μποργκ, όπως τον ενσαρκώνει με μαεστρία ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που η Νόρα προσπαθεί αλλά δεν μπορεί να αποφύγει, ειδικά μετά τον θάνατο της μητέρας της. Η αδελφή της, ένας τελείως διαφορετικός χαρακτήρας, έχει τις δικές της σκοτούρες, και ο Γκούσταβ ρίχνει την παράτολμη ιδέα να σκηνοθετήσει ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό σενάριο, με τη Νόρα πρωταγωνίστρια, στο πατρικό του σπίτι, όπου μάλιστα έχει αυτοκτονήσει η μητέρα του, και γιαγιά των θυγατέρων του. Κάθαρση ή πρόκληση; Και τα δυο, συντείνοντας σε μια δραματική αμφισημία διόλου άγνωστη στις αγαπημένες θεματικές του Τρίερ. Η απόπειρα της ταινίας στην ταινία μοιάζει με ύβρι, αλλά ο Μποργκ συμπεριφέρεται σαν μετανιωμένος πατέρας, διασκεδάζοντας το ελλειμματικό παρελθόν του απασχολημένου καλλιτέχνη. Ο εγωισμός και η μεγαλομανία δεν κρύβονται εύκολα, και η Νόρα, το σκέφτεται, αντιδρά, διστάζει, αλλά θα αποδεχτεί ένα στοίχημα σκληρό, ίσως γιατί δεν έχει άλλη επιλογή.

 

Αξιομνημόνευτη η αρχή, αξέχαστο το φινάλε, πολύ ενδιαφέρον, μεστό, γεμάτο αναφορές και επάλληλες στρώσεις τραυμάτων και συναισθημάτων το κέντρο της «Συναισθηματικής αξίας», που κέρδισε το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο 78ο Φεστιβάλ Καννών, πίσω μόνο από το «Ένα απλό ατύχημα» του Τζαφάρ Παναχί. Ενώ η Ρενάτε Ρέινσβε, εξίσου συναρπαστική και εδώ, δεν χωράει αμφιβολία, κυριάρχησε στον «Χειρότερο Άνθρωπο στον Κόσμο», το αριστούργημα του Τρίερ που πριν από τρία χρόνια της χάρισε και το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες, εδώ πασχίζει να αρθρώσει το αρμόζον συντακτικό μιας στριμωγμένης γυναίκας που έχει μάθει να προσποιείται λόγω επαγγέλματος και να αναρωτιέται αν το υπαρξιακό της άγχος είναι κληρονομημένο και ανίατα στοιχειωμένο μέσα της, και μοιράζεται το προσκήνιο με τον Σκάρσγκαρντ, ο οποίος έχει το πάνω χέρι και διατάζει μερικές φορές κι όταν απλώς προτείνει μια ιδέα, ακόμη κι όταν φαίνεται ανήμπορος και ένοχος, απόρροια της τόσο μεγάλης απουσίας του από τον βαρύ Οίκο του Μποργκ, που έχτισε και εγκατέλειψε ο ίδιος. Το διάλειμμά του με την Αμερικανίδα που φλερτάρει τον ρόλο της Νόρα (η Ελ Φάνινγκ, εκτός κλίματος) είναι το πιο αδύναμο της ταινίας, που όταν οπισθοχωρεί στο σπίτι της γενεαλογικής μνήμης, ανακτά δυνάμεις και ανανεώνει το ενδιαφέρον για το σκανδιναβικά πολιτισμένο ντέρμπι απωθημένων ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη.

 

Με τον μόνιμο σεναριογράφο του Έσκιλ Φογκτ, ο Νορβηγός σκηνοθέτης συνεχίζει να βλέπει το σινεμά ως περιπέτεια και τις σχέσεις ως πλέγμα αόρατων νημάτων, που χρειάζονται την τέχνη για να ερμηνεύσει την τραχύτητα και την πολυπλοκότητά τους. Οι στιγμές που διασταυρώνουν τα ακονισμένα ξίφη και το αίμα της συγγένειας οι δύο καλλιτέχνες στην ιστορία της ζωής τους είναι υψηλής συναισθηματικής αξίας.