Ο Χονγκ Σανγκ Σου συνεχίζει την τσάρκα του στις γειτονιές του Ερίκ Ρομέρ, αποσπώντας Βραβείο Σκηνοθεσίας στην περσινή Berlinale για την καλύτερη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του.

 

Η Γυναίκα που έφυγε είναι η Γκάμχι (η υπέροχη Κιμ Μιν-Χι, Lady Hideko από το Handmaiden του Παρκ Τσαν-Γουκ, μόνιμη πρωταγωνίστρια και σύντροφος του Χονγκ), μια μειλίχια, «ανώδυνη» κυρία που διατείνεται με φθίνουσα πειστικότητα πως είναι αχώριστη με τον σύζυγό της, αν και η ταινία, ερήμην του άνδρα της ζωής της, συνίσταται από τρεις συναντήσεις της με ισάριθμες φίλες της. Η πρώτη είναι με μια γυναίκα που μόλις χώρισε και πλέον μοιράζεται ένα διαμέρισμα έξω από τη Σεούλ. Η δεύτερη είναι άλλη μια φίλη από το παρελθόν που καλοβλέπει έναν γείτονά της, ενώ ένας άλλος την ενοχλεί. Και με την τρίτη, με την οποία είχαν μαλώσει, πίνει καφέ έξω από μια κινηματογραφική αίθουσα ‒ κλιμακούμενη ένταση ταράζει υπόγεια τη συνεύρεση, ενώ αντίθετα οι προηγούμενες δύο είχαν εξελιχθεί με ρέοντα νατουραλισμό και τη χαρακτηριστική άνεση του Χονγκ να παρατηρεί και να καταγράφει δραματικά, στερεώνοντας διακριτικά την κάμερά του και αφήνοντας ήσυχους τους ήρωες.

 

Και ενώ μόνο υποθέτουμε ποια μπορεί να είναι η γυναίκα που φεύγει, ή τρέχει, όπως ορίζει ο πρωτότυπος τίτλος, σταδιακά αντιλαμβανόμαστε πως η Γκάμχι είναι αυτή που απομακρύνεται με τον τρόπο της από τα πραγματικά αισθήματα, προβάλλοντας στις φίλες της την αληθινή ψυχή που έχει εδώ και καιρό απωθήσει μέσα από ένα μείγμα χρονικού καθημερινότητας και συγκινητικού πορτρέτου, φτιαγμένου με φροντίδα, χιούμορ και μία από τις καλύτερες σκηνές με γάτες που έχουμε δει στο σινεμά.