Στην ερώτηση αν άξιζε ο κόπος να ξαναγυριστεί η cult επίθεση στις αισθήσεις που επιχείρησε με κινηματογραφική αυθάδεια και μπαρόκ οίστρο ο Ντάριο Αρτζέντο το 1977, η απάντηση δεν είναι ούτε εύκολη ούτε απλή. Tο Suspiria του 2018 είναι από εκείνες τις ταινίες που χρειάζεται χρόνο για να αφομοιωθεί αλλά και να γίνει κατανοητή. Τοποθετώντας τη δράση και πάλι στο 1977, στο διχασμένο Βερολίνο, χωρίς ωστόσο την παραμυθένια έντονη χρωματική παλέτα του Αρτζέντο, σκάβει στην ψυχαναλυτική σημασία της άφιξης της νεαρής Σούζι Μπάνιον, από τα κατάβαθα μιας κοινότητας Άμις, στην ακαδημία χορού «Μάρκος».

 

Παρακάμπτοντας υπεκφυγές και περιττά μυστήρια, μαθαίνουμε από την αρχή πως η σχολή είναι βιτρίνα για ένα άντρο μαγισσών, με τη Μάρκος να προεδρεύει εν τη απουσία της και τη Μαντάμ Μπλαν να ηγείται ως δασκάλα με εκτόπισμα και αυστηρότητα. Η Μπλαν εντυπωσιάζεται από τα προσόντα, το ένστικτο και τη θέληση της Σούζαν και δράττεται της ευκαιρίας να τη χρησιμοποιήσει σε ρόλο πρίμας, αφού η προηγούμενη έπαθε νευρικό κλονισμό και ανακοίνωσε δραματικά την παραίτηση και μια άλλη κοπέλα, η Πατρίσια Χίνγκλ, μοιάζει να τα έχει χαμένα, όπως εκμυστηρεύεται στον ψυχίατρο Τζόζεφ Κλέμπερερ, και βλέπει παντού απειλητικές Μητέρες Μάγισσες, πολύ κακό και σίγουρο θάνατο στη σχολή που την έχει τρελάνει.

 

Η διονυσιακή αιματοχυσία δεν είναι η κατακλείδα της ταινίας: μια σκηνή εξιλέωσης που ακολουθεί διαφωτίζει εν μέρει και περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αλλά τουλάχιστον καταλήγει σε ένα ξέφωτο, αντί να περιορίσει και να πνίξει την ταινία στο οργιαστικό λουτρό αίματος, που κυμαίνεται από το γκροτέσκ στο κωμικό.

 

Μέσα στον σκοτεινό γυναικωνίτη με φόντο το ακόμη πιο μουντό Βερολίνο, ο Γκουαντανίνο δεν αποφεύγει το παρελθόν που δεν απασχόλησε καθόλου τον Αρτζέντο. Ο Κλέμπερερ γεφυρώνει το ταραγμένο παρόν της τρομοκρατίας των ομάδων της Μπάαντερ-Μάινχοφ που θεριεύει έξω από τα παράθυρα της Ακαδημίας με τη βαριά ναζιστική σκιά της πόλης (το original είχε φόντο το Φράιμπουργκ). Έχει χάσει τον έρωτα της ζωής του, την Άνκε, το 1943, και μέσα στο μυαλό του ζει με την ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσει κάποια στιγμή, σαν από θαύμα.

 

Οι πολιτικοί παραλληλισμοί δεν ενσωματώνονται οργανικά στο φιλμ, όσο κι αν ο Κλέμπερερ (να το πούμε, γιατί είναι κοινό μυστικό: η Τίλντα Σουίντον τον υποδύεται, κάτω από βαρύ μακιγιάζ και το εξωφρενικό ψευδώνυμο Λουτς Έμπερσντορφ) διεισδύει στον χώρο από επαγγελματικό ενδιαφέρον και προσωπική ανησυχία. Εκτός από αυτόν δεν υπάρχει δείγμα άνδρα στο Suspiria.

 

Οι αστυνομικοί που πιέζονται, γιατί έχουν και πιο σοβαρές δουλειές τη δεδομένη στιγμή, να εντοπίσουν τις εξαφανισμένες χορεύτριες είναι άχρηστοι, αποσβολωμένοι, για πλάκα μαγεμένοι, και εν τέλει ρεζίληδες στα χέρια των μαγισσών που περιεργάζονται τα γεννητικά τους όργανα με τα φονικά τους αγκίστρια και γελάνε δυνατά με την ανημπόρια των «οργάνων» της τάξης.

 

Το Suspiria είναι μια εκτεταμένη, βαθύτερη, τολμηρότερη και, παρά τη συμπαγή εικαστικότητά της, αρκετά πειραματική εκδοχή του πρωτότυπου: ο Γκουαντανίνο ενορχηστρώνει μια μικρή πόλη γυναικών, βασιζόμενος στο φεμινιστικό σύνθημα εκείνης της εποχής, «tremate, tremate, le streghe son tornate», που σημαίνει «τρέμετε, τρέμετε, οι μάγισσες επέστρεψαν», με ενέργεια, κλιμάκωση και συνεχείς αναφορές στην Τέχνη και στην ψυχανάλυση.

 

Αποδομώντας τη λακανική θεώρηση της γυναίκας ως παράγωγου του άνδρα, ο Ιταλός συσχετίζει τον τρόμο με τη δύναμη σε ένα ακραία ανταγωνιστικό γυναικείο σύμπαν και τοποθετεί τον φεμινισμό στο είδος της φρίκης. Η μάγισσες είναι μια υπερβολή, χρηστική και θεαματική, και ο ερχομός του νέου αίματος απαιτεί θυσίες και σφαγιαστική τελετουργία διαδοχής από τη μια μητέρα (ουσιαστικά, τριχοτομημένη) στην επόμενη, την πιο δυνατή και ταιριαστή για την εποχή.

 

Η Suspiria του Γκουαντανίνο προσκαλεί για αναγνώσεις και αναλύσεις και προσφέρει μια βραδυφλεγή αναζήτηση της έννοιας και της σημασίας της ψευδαίσθησης ως ψέματος που πλασάρεται με τη μορφή της αλήθειας

 

Η Σούζαν, όπως όλα τα σωστά «στοιχειά», δεν έχει επίγνωση του ρόλου ή της λειτουργίας της (θυμάστε τον Τζόνι Ντεπ στην Ένατη Πύλη;) και οδηγείται στην Ακαδημία Μάρκους γιατί έχει οράματα και ένστικτο από μικρό κορίτσι, όταν εναντιωνόταν στη δική της Μητέρα. Αποδεικνύεται ανατρεπτική, τουλάχιστον όσο ανατρεπτική μπορεί να γίνει η Ντακότα Τζόνσον με τον μόνιμα αμβλύ νατουραλισμό της, και η Μπλαν βλέπει στο πρόσωπό της τη λύτρωση αλλά και το μαρτύριο. Εδώ η Τίλντα Σουίντον κάνει θαύματα με το βλέμμα και τις δωρικές, αυστηρές κινήσεις της, υπονοώντας συνεχώς τα μελλούμενα με τόσο ανάγλυφες εκφράσεις που ο σκηνοθέτης της ερωτεύεται εκ νέου το πρόσωπό της με κοντινά πλάνα.

 

Η διονυσιακή αιματοχυσία δεν είναι η κατακλείδα της ταινίας: μια σκηνή εξιλέωσης που ακολουθεί διαφωτίζει εν μέρει και περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αλλά τουλάχιστον καταλήγει σε ένα ξέφωτο, αντί να περιορίσει και να πνίξει την ταινία στο οργιαστικό λουτρό αίματος, που κυμαίνεται από το γκροτέσκ στο κωμικό.

 

Η Suspiria του Γκουαντανίνο προσκαλεί για αναγνώσεις και αναλύσεις και προσφέρει μια βραδυφλεγή αναζήτηση της έννοιας και της σημασίας της ψευδαίσθησης ως ψέματος που πλασάρεται με τη μορφή της αλήθειας, σε διαφορετικά επίπεδα. Τα παρακλάδια της ταινίας, δηλαδή οι εμβόλιμες υποπλοκές από τον εξωτερικό κόσμο, δεν ενώνονται καθαρά και δυνατά μεταξύ τους. Ωστόσο, η ιστορία των μαγισσών από μόνη της συνθέτει ένα συναρπαστικό παζλ, ζωώδες και εγκεφαλικό ταυτόχρονα.

 

Σαν εκκωφαντικός αναστεναγμός που υπογραμμίζεται από την ενταγμένη στο πνεύμα μουσική του Τομ Γιορκ των Radiohead, πλήρως αντιστικτική στο παλιό σκορ των Goblin, οι οποίοι έδωσαν έτοιμη μουσική στον Αρτζέντο στο πρωτότυπο. Και μπορεί ο Ιταλός σκηνοθέτης να ανακατεύει είδη, ιδέες και ιστορίες, φέρνοντάς τες πολύ μπροστά, αντί να τις υφάνει οργανικά, αλλά είναι από τους λίγους που τολμά, όπως φάνηκε και στο Bigger Splash, να ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί το πυκνό του σενάριο με τη γλαφυρή σκηνοθεσία, διατηρώντας συνοχή στην ατμόσφαιρα.