Πολύ συχνά, ο Πολ Τόμας Άντερσον ταξιδεύει στο παρελθόν, από τις αρχές του 20ού αιώνα με το Θα χυθεί αίμα και το Λονδίνο των ’50s, την Αόρατη Κλωστή και τη μεταπολεμική Καλιφόρνια του The Master ως το Λος Άντζελες και τα περίχωρά του της δεκαετίας του ’70 στο Έμφυτο Ελάττωμα και την Πίτσα Γλυκόριζα αντίστοιχα – μην ξεχνάμε το διαμάντι Boogie Nights, ένα αριστούργημα για την αχαλίνωτη καταπίεση, όπου το πορνό ήταν το ελάχιστο που πραγματευόταν. Η κλωστή που δένει τη φιλμογραφία του φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού: ήρωες ατελείς και μοναχικοί, κουβάρια στους πέντε ανέμους, ασύνδετοι με τον κοινωνικό ιστό, που σκοντάφτουν, ερωτεύονται, λαχταρούν μια καλή κουβέντα, συμπόνια ή τον έρωτα που τόσο τους λείπει, τσακώνονται, ψάχνουν, μπορεί να καταλήξουν και πάλι μόνοι και ενδεείς, αλλά πιο συχνά πασχίζουν, συγκινητικά όσο και ο Άνταμ Σάντλερ στο Punch Drunk Love, για αποδοχή και έκφραση της επιθυμίας τους, με άτσαλο βηματισμό, απανωτές δεύτερες σκέψεις, αμήχανα κωμικές στιγμές, βουτηγμένοι στις παρεξηγήσεις και τις αναβολές, σε καθημερινό πόλεμο κυρίως με τον εαυτό τους. Με αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτουν πίσω από γραφεία, ατελιέ, στούντιο και εκκλησίες τους τσαρλατάνους (τον Τομ Κρουζ τoυ Μανόλια και φυσικά τον Χόφμαν ως Μάκβεθ της σαϊεντολογίας) και τους περιπλανώμενους (κυρίως τον Χοακίν) μια Αμερική μοναδικά και καλλιτεχνικά ιδωμένη, που καθιστά τον Πολ Τόμας Άντερσον έναν από τους μετρ του σύγχρονου σινεμά, πολύ σπουδαίο και οικουμενικό, περιπτωσάρα χωρίς φιοριτούρες και κόλπα. Ξέρει τι κάνει εδώ και τρεις δεκαετίες και δεν έχει αστοχήσει.
Ήρθε η ώρα να υποκλιθούμε. Το Μια μάχη μετά την άλλη, μια εκρηκτική, καθηλωτική, αστεία και εξίσου συγκινητική εκτίμηση του σύγχρονου χάους, δεν χρειάζεται να κοιτάξει πίσω για να μιλήσει για σημερινές αξίες που κρέμονται από μια λεπτή κλωστή. Το μεγάλο ερώτημα που θέτει είναι: για ποια επανάσταση αξίζει να παλέψουμε.
Κεντρικός αντι-ήρωας του σχεδόν τρίωρου έπους είναι ο Μπομπ Φέργκιουσον, τον οποίο υποδύεται ο Λεονάρντο ντι Κάπριο. Κάποτε ήταν μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης French 75 και ως πυροτεχνουργός συμμετείχε σε επαναστατικές δράσεις κόντρα σε ένα φασιστικό καθεστώς με έναν νεανικό ενθουσιασμό που κυμαινόταν μεταξύ του ανατρεπτικού ιδεαλισμού και της ηδονής της παρανομίας, τρελά ερωτευμένος με την ορμητική, ακατάβλητη, μονίμως οργισμένη Περφίντια Μπέβερλι Χιλς (Τεγιάνα Τέιλορ) – το μικρό της όνομα σημαίνει, διόλου συμπτωματικά, προδότρια και άπιστη. Μαζί αποκτούν μια κόρη: αυτός είναι στο πλευρό της, η Περφίντια αυτονομείται και συνεχίζει τον αγώνα της με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο, αλλά στις οδομαχίες τη διεκδικεί ένας αλλόκοτος στρατηγός, ο Στίβεν Λόκτζο (ο Σον Πεν, ένα σπαρταριστό ανδρείκελο), «βαμμένος» ρατσιστής που υποκύπτει στον πειρασμό της σάρκας, απολαμβάνοντας με σαδισμό το άπιαστο τρόπαιό του. Έτσι τελειώνει το πρώτο εικοσάλεπτο, μια ταινία από μόνη της, με τον σκηνοθέτη σε γκάζια πρωτόγνωρα για τα τόσα χιλιόμετρα ήσυχου τέμπου που τον είχαμε συνηθίσει – ένα tour de force που δεν θα κοπάσει στη συνέχεια.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, ο Μπομπ, με άλλο επώνυμο, οικουρεί άνεργος, φρυγανισμένος από τη μαριχουάνα και το αλκοόλ. Ζει με την κόρη του και την παράνοια σε ένα ήσυχο προάστιο. Μακριά από την αποδεκατισμένη φράξια, φοβούμενος μήπως μήπως κάτι συμβεί στην εξίσου πεισματάρα με τη μητέρα της Γουίλα (η Τσέις Ινφίνιτι σε ένα αξέχαστο ντεμπούτο), ειδοποιείται πως οι δυνάμεις καταστολής όχι μόνο δεν τον έχουν λησμονήσει αλλά έχουν βάλει στο μάτι αυτόν και την Γουίλα. Ο Λόκτζο ξανά προς τη δόξα τραβά, ψάχνοντας βασικά την εξαφανισμένη Περφίντια και τη γεύση της που ακόμη τον στοιχειώνει, και παράλληλα έχει στον νου του να ενταχθεί σε ένα ελίτ γκρουπούσκουλο γελοίων εκπροσώπων της λευκής υπεροχής με σήμα τα Χριστούγεννα – πιο white supremacists δεν πάει!
Η επίσημη καταδίωξη είναι γεγονός και στο παιχνίδι μπαίνει ολόψυχα ο σενσέι της Γουίλα, ο δάσκαλος καράτε, που έχει μια στρατιά μεταναστών στο σαλόνι του σπιτιού του και μια αποστολή ελάχιστα ορατή από τη βιτρίνα του γυμναστηρίου του. Τον υποδύεται με ξεκαρδιστική σοβαρότητα ο Μπενίτσιο ντελ Τόρο στην καλύτερη ερμηνεία του τουλάχιστον για φέτος (με τον σωστό Άντερσον…). Θα μπλέξουν πολλά και πολλοί, με απόλυτο έλεγχο και νόημα αντιστρόφως ανάλογο της σύντομης εμφάνισής τους στην οθόνη, μέχρι την απαράμιλλη τρίτη πράξη, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε ανισόπεδο γύρισμα στην άσφαλτο που θα σας καρφώσει στο κάθισμα.
Ένας πατέρας προσπαθεί να προστατεύσει την κόρη του ενώ ο κόσμος καίγεται. Η μία μάχη διαδέχεται την άλλη, μέχρι την επόμενη. Οι αντάρτες αλλάζουν όνομα και πρόσωπο, δειλιάζουν και διστάζουν, αλλά ξυπνάνε μπροστά στην απαράλλαχτη βία του δεσπότη – ο Ντι Κάπριο παίζει έξοχα τον αφελή δραπέτη της μοίρας, σαν ένα γλυκό παιδί που το έχει ξεπεράσει ο κόσμος και το έχουν προλάβει τα γεγονότα, αλλά ξέρει πολύ καλά πού χτυπά η καρδιά του. Χωρίς να κατονομάσει γνωστά σχήματα εξουσίας και καταστάσεις οικείες στο βαρύ κλίμα που διανύουμε (και κυρίως αυτό που υφίσταται η ελευθερία στις ΗΠΑ), ο Αμερικανός σκηνοθέτης κάνει κάτι πολύ πιο έξυπνο από τα να αναμοχλεύσει εύκολα τα αριστερά αντανακλαστικά του κοινού: μιλά στην κοινή λογική και την απλή ηθική, αποφεύγοντας παύσεις για κηρύγματα και κουραστικούς στόμφους. Κινείται όπως ο Ταραντίνο στο Κάποτε στο Χόλιγουντ: σκιαγραφεί το θέμα στην εποχή του, με πολλούς χαρακτήρες που υπηρετούν έναν συνολικότερο σκοπό και λάμπουν σε πίβοτ σεκάνς.
Στο Έμφυτο Ελάττωμα, ο Άντερσον αποπειράθηκε να αποκωδικοποιήσει τον Τόμας Πίντσον σε μια αινιγματική τρολιά, μια απόλαυση για δύσκολους λύτες, όπου επικράτησε η ατμόσφαιρα της πλοκής. Εδώ, πήρε το Vineland με τη χίπικη κριτική στον ύπουλο, διαβρωτικό ριγκανισμό, και πιο συγκεκριμένα τον κορμό του στασιαστή στη νεφελώδη εποχή του Νίξον, και του άλλαξε τα φώτα ελεύθερα και εκσυγχρονισμένα, μεταφέροντάς το στο σήμερα, με παραλείψεις και δικές του προσθήκες – και έπραξε σοφά.
Με μια τρελή, ρομαντική κούρσα κόντρα στα απέθαντα βαμπίρ που απειλούν θεούς και δαίμονες, κυνικά και ρομποτικά, και ερμηνείες σοκαριστικά ψυχαγωγικές από εμβληματικούς ηθοποιούς και απρόσμενους, φρέσκους νεοφώτιστους, η ταινία του 2025, αυτή που θα πρέπει να κερδίσουν οι υπόλοιποι στα Όσκαρ του ερχόμενου Μαρτίου, είναι μια ατέρμονη μάχη για επιβίωση και αισιοδοξία, που εμπνέει και συναρπάζει, ένα αληθινό δώρο στους σινεφίλ που έχουν (και έχουμε, ας μας επιτραπεί) κουραστεί από τις ευθυγραμμισμένες φιλελεύθερες ανοησίες.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0