Το «Καυτό γάλα» είναι μια ιστορία μάνας και κόρης με σταματημένες ζωές και αντεστραμμένους ρόλους. Η 60χρονη Ρόουζ (Φιόνα Σο) κινείται με αμαξίδιο, πονά σε όλο της το σώμα, καταναλώνει τόνους χαπιών σε καθημερινή βάση, γυρίζει από τον έναν γιατρό στον άλλον, αδυνατώντας να εντοπίσει από τι ακριβώς πάσχει, γκρινιάζει και εκνευρίζεται και στα φωτεινά της διαλείμματα αναδύεται το ευεργετικά σαρκαστικό της πνεύμα, μόνο και μόνο για να οπισθοχωρήσει γρήγορα στον πεισματάρικο πεσιμισμό της.

 

Η 25χρονη Σοφία (Έμμα Μάκι), μοναχοπαίδι και αιώνια φοιτήτρια κατά τη μητέρα της, όμορφη και έρημη, γιατροπορεύει τη Ρόουζ σαν κηδεμόνας της, ψάχνοντας το νόημα στις άσκοπες αναζητήσεις και την ταυτότητα στον σβησμένο ερωτισμό της. Είναι αγέρωχη και απελπισμένη, αν και ακίνητη σε βαθμό αδράνειας – συχνά φαντάζει σκηνοθετικά εγκαταλελειμμένη. Ο Έλληνας πατέρας της (Βαγγέλης Μουρίκης) εγκατέλειψε την εστία όταν η Σοφία ήταν τεσσάρων, χαρίζοντάς της το επώνυμο Παπαστεργιάδη, και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη χώρα μας, μητέρα και κόρη ψάχνουν μια πρωτοποριακή θεραπεία στην Αλμερία, εκεί όπου ο δόκτωρ Γκόμεζ (Βενσάν Περέζ) ρωτάει πολύ περισσότερα για την προσωπική της ζωή από τα φάρμακα που η Ρόουζ περιμένει εναγωνίως να της προτείνει γρήγορα και άμεσα. Ψυχαναλύει αντί να εξετάζει. Ανακρίνει ευγενικά και μεθοδικά, αποφεύγοντας τις κλινικές διαγνώσεις που μέχρι στιγμής δεν έχουν αποδώσει τίποτε. Γίνεται σαφές πως μια σειρά από αλληλένδετα τραύματα δεν βλέπουν την ώρα να αναδυθούν στην επιφάνεια.

 

Ο γιατρός δεν σπεύδει, ούτε και η Ρεμπέκα Λένκιεβιτς, σεναριογράφος των «She Said», «Disobedience» και «Ida», που στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο μεταφέρει το μυθιστόρημα της Ντέμπορα Λέβι σαν να περιμένει το καζάνι με τα απωθημένα του παρελθόντος να φτάσει στο σημείο βρασμού. Για να χυθεί το γάλα που κοχλάζει αθόρυβα, μπαίνει στο κάδρο μια αδέσμευτη παρουσία. Η Ίνγκριντ (Βίκι Κριπς) αφυπνίζει αισθήματα και πόθο στη Σοφία, αλλά η πολυερωτική περσόνα της είναι ο αδύναμος κρίκος μιας ταινίας που ούτως ή άλλως κρύβει πολλά και φανερώνει με το σταγονόμετρο λίγα και μπερδεμένα στοιχεία. Το πρόβλημα μεγεθύνεται γιατί η έμπειρη Κριπς αστοχεί, ενσαρκώνοντας τη Γερμανίδα ως ψιθυριστή μετα-hippie, ασαφή και χάρτινη, σαν παρωδία ανερμάτιστης μούσας που λικνίζεται σαν αερικό και ψελλίζει γενικολογίες που εντέλει πέφτουν στο κενό. Με γυρίσματα σε παραλιακές τοποθεσίες στην Ελλάδα, το «Καυτό γάλα» μοιάζει με εξομολόγηση που διαρκώς αναβάλλεται. Μόνο η δυναμική grande dame της βρετανικής σκηνής και της οθόνης, η Ιρλανδή Φιόνα Σο, δίνει το φιλί της ζωής με τις αποχρώσεις και τα ξεσπάσματά της, σε έναν χαρακτήρα που θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον αν πρωταγωνιστούσε.