Εκεί που προσπάθησε και χάθηκε κομψά στο καλλιγραφικά σχεδιασμένο διάστημα και τα υπαρξιακά του εφέ το «Ad Astra», το κατάφερε, ταπεινά και au naturel, το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη. Ό,τι έψαχνε ο Μπραντ Πιτ στη διαπλανητική του βόλτα στις εσχατιές του σύμπαντος ως την τρεμάμενη, γεμάτη απωθημένα συνάντησή του με τον Τόμι Λι Τζόουνς, για να λύσει τις άρρητες μεταξύ τους διαφορές και να βρει την ταυτότητά του, το εντόπισε με αμεσότητα και καθαρή σύγκρουση ο Αργύρης Πανταζάρας απέναντι στον λακωνικό, εξίσου βλοσυρό, no bullshit τύπο που είναι ο Βαγγέλης Μουρίκης. Είναι και οι δύο ασυμβίβαστοι καβαλάρηδες: ο απρόθυμος πατριάρχης, ο Νικήτας, πάνω στο άλογο, αχώριστος με το τουφέκι του, και ο «μικρός», ο Γιάννης, πάνω στη μηχανή, ανταριασμένος και μαινόμενος, διψασμένος για οριστικό κλείσιμο λογαριασμών. Ο Γιάννης ήρθε με φόρα για να εισπράξει. Για να εξηγηθεί, πιο συγκεκριμένα, με τον άφαντο πατέρα, του ζητά να ξεπληρώσει το χρέος του προς εκείνον, να πουλήσει την ορεινή φάρμα, το μοναδικό του βιος, να πατσίσουν και να εξαφανιστούν ο ένας από τη ζωή του άλλου. Το απαιτεί, χωρίς αντίτιμο. Είναι μια ιδιωτική βεντέτα, η βίαιη λύση σε μια πληγή που χρονίζει. Ωστόσο, η απειλή είναι μεγαλύτερη από τους δυο τους. Μπορεί να σκάβουν στη λάσπη της γης και του παρελθόντος για να βρουν το νήμα ενός ανθρώπινου συμβιβασμού, αλλά η επικείμενη καταστροφή ξεπερνά το στενό πλαίσιο των εσφαλμένων επιλογών ή των παλιών αμαρτιών. Σε μια ταινία όπου πρωταγωνιστεί το προσωπικό bras de fer, η ενδιαφέρουσα ανατροπή είναι η συνειδητοποίηση, έστω και αργά, της αληθινής προτεραιότητας, αυτής που επανατοποθετεί τη φυσική τάξη πραγμάτων.

 

Πεισματάρικο και πολύτιμο, το «Digger» είναι μια αρχετυπική αναμέτρηση γιου με πατέρα σε ένα ιδιότυπο, οικολογικής αιχμής γουέστερν με ήρωες τους καλούς γηγενείς και καουμπόηδες του «άλλους» ‒ οι σφετεριστές της φύσης είναι οι αόρατοι εχθροί που έρχονται στο προσκήνιο την κατάλληλη στιγμή. Γήινο και πολυθεματικό, προικισμένο με αδρούς χαρακτήρες και ατμοσφαιρική φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα, το πολυβραβευμένο δράμα του Γρηγοράκη ξεφεύγει έγκαιρα από την εσωτερικότητα της αφήγησης, μετατοπίζει τα κίνητρα και τις προθέσεις και ξεχύνεται σε εντάσεις και σασπένς, με φόντο την άγρια γοητεία της δασικής Χαλκιδικής. Ο Βαγγέλης Μουρίκης, για τον οποίον γράφτηκε ο ρόλος, είναι δυναμίτης και ο Αργύρης Πανταζάρας τον παρακολουθεί δημιουργικά, ώσπου αναδεικνύεται σε πολύτιμο παίκτη της υπόθεσης, ειδικά στο περιθώριο των διαλόγων. Με την ψύχραιμη καθοδήγηση του Γρηγοράκη, δεν καταρρίπτουν απλώς το μάτσο πρότυπο του άνδρα που πιστεύει πως θα επιβληθεί προς πάσα κατεύθυνση αλλά συντρίβουν την πρωτόγονη γελοιότητά του.