Υποθέτουμε πως, όποιος έχει φτάσει μέχρι την τέταρτη ταινία «Conjuring», αν δεν ασπάζεται τον συντηρητισμό της, έχει συμφιλιωθεί μαζί του, άρα δεν θα τον ενοχλήσει και τόσο π.χ. που, στη σκηνή της γέννας στην εισαγωγή, ακόμα και ο γιατρός κάνει τον σταυρό του ή που ο σύντροφος της κόρης των Γουόρεν πρέπει πρώτα να πάρει την ευχή των γονιών, προτού κάνει πρόταση γάμου στην αγαπημένη του.

 

Εμπνευσμένος από την ιστορία του αμφιλεγόμενου ζεύγους παραψυχολόγων Έντουαρντ και Λορέιν Γουόρεν, ο Τζέιμς Γουάν επιχείρησε τη δική του κατάθεση στον «Εξορκιστή» το 2013 με το «Conjuring». Ούτε αυτός κατάφερε να σταθεί στο ύψος της δημιουργίας του Φρίντκιν ή να δικαιολογήσει επαρκώς τη διαιώνιση ενός υπο-είδους που μάλλον δεν θα έπρεπε ποτέ εξελιχθεί σε τέτοιο. Κατάφερε, όμως, να μας χαρίσει μερικές αξέχαστες τρομάρες, να αποδείξει για ακόμα μία φορά τη (σκηνοθετική) γνώση του είδους, που συνοψίζεται στην τέχνη της αξιοποίησης του χώρου μέσα στο κάδρο και της χειραγώγησης του χρόνου. Και, τελικά, γέννησε όχι απλώς ένα franchise, αλλά το μοναδικό διευρυμένο σύμπαν πλην του MCU που μπορεί να υπερηφανεύεται για την εμπορική του επιτυχία.

 

Ο ίδιος ο Γουάν γύρισε μια ακόμα ταινία, το «Conjuring 2» κάνοντας περισσότερο την πλάκα του και προσθέτοντας ευφάνταστες μοχθηρές παρουσίες –ο εσχατόγερος φάντασμα που θέλει να δει τη Θάτσερ στην τηλεόραση είναι ο καλύτερος όλων– κι έπειτα παρέδωσε τα ηνία σε άλλους, ανάμεσά τους και στον Μάικλ Τσάβες. Αν και γύρισε με διαφορά τη χειρότερη ταινία του σύμπαντος από τη δεύτερη, την «Κατάρα της Γιορόνα», ο Γουάν συνέχισε να επενδύει και να πιστεύει στον Τσάβες, χρίζοντάς τον σκηνοθέτη του τρίτου «Conjuring», με τα φρικιαστικά αποτελέσματα που είδαμε. 

 

Δεν ξέρουμε αν ο Γουάν αποφάσισε να τον πάρει από το χέρι και να του δείξει μερικά πράγματα παραπάνω, αλλά δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε τη βελτίωση του Τσάβες, τη σταδιακή εξοικείωσή του με την αρετή της υπομονής, την τέχνη του μέτρου και μια βασική αρχή που (πρέπει να) διέπει το μέσο καλό jumpscare: έρχεται πάντα σε δύο βήματα, το πρώτο πρέπει να είναι οπτικό, το δεύτερο ηχητικό και οπτικό μαζί, ειδάλλως αντιμετωπίζει τους θεατές όπως τα μωρά όταν τους κάνουμε μπου. Ακόμα κι εκείνα, μετά την πέμπτη φορά, σταματούν να αιφνιδιάζονται και να τρομάζουν και το περιμένουν γελώντας. 

 

Τα καλά νέα είναι ότι το «Conjuring: Last Rites» απέχει από το φιάσκο της τρίτης ταινίας. Τα κακά ότι δεν βρέθηκε ένα σενάριο ικανό να δικαιολογήσει την επιστροφή του ζεύγους Γουόρεν, με αποτέλεσμα η πρώτη μιάμιση ώρα να βγαίνει με δάνεια από κορυφές του είδους, μπόλικες στιχομυθίες περί οικογένειας και χριστιανικής ηθικής και μια διαρκή υποσχετική ενός κρεσέντου που, τελικά, συνοψίζεται σε μια τυπική επίκληση παλαιότερων highlights της σειράς και δεν συνοδεύεται από έναν μπαμπούλα ανάλογης δυναμικής και αποκρουστικής όψης με την «Καλόγρια», για παράδειγμα. 

 

Όσο για τις εξαγγελίες περί τελευταίου κεφαλαίου, όλοι ξέρουμε ότι τον τελευταίο λόγο τον έχουν τα ταμεία. Και αν αυτά φέρουν νούμερα θεόρατα, βλέπουμε τον Βάλακ και την Μπαθσίμπα να δουλεύουν υπερωρίες.