Η πόρνη, ο στρατιώτης και το ζεϊμπέκικο: πριν η Ευδοκία αιωρηθεί στην δική της, θρυλική στρατόσφαιρα, ο Αλέξης Δαμιανός μάζεψε μύθους και στερεότυπα και τα χτύπησε με φόρα στον τοίχο μιας Ελλάδας ναρκωμένης από τη Χούντα. Είναι μια ταινία σπαρτιάτικη στην πλοκή της, σχεδόν άναρχη, ηθελημένα χέρσα στο look και την αίσθησή της, ποικιλότροπα μονταρισμένη, αυθεντικά νατουραλιστική στη βία της, επίμονη και τραχιά, μια ερωτική ιστορία ατόφια σαν ουράνια πηγή και σφοδρή σα θανατηφόρα μετωπική, επιτακτική και τραγική, κανονικό αρχαίο δράμα που συναντά τη μοντέρνα κινηματογραφική γλώσσα – αυτό που διέφυγε από τον Κακογιάννη, και δεν επιδίωξε με αυτούς τους όρους ο Αγγελόπουλος.

 

Όσο απροετοίμαστη ήταν η καλλιτεχνική κοινότητα και οι, ακόμη βουτηγμένοι στο εμπορικό σινεμά, θεατές το 1971, εξίσου συγκινητικά ανύποπτοι είναι οι δυο ερασιτέχνες πρωταγωνιστές: ο Γιώργος Κουτούζης, ευέξαπτος σαν τραυματισμένος κακοποιητής και ωραίος ως Έλλην αρχαίος, μόλις είχε απολυθεί και κουβαλούσε τη φανταρίλα του λοχία που υποδύεται, ενώ η Μαρία Βασιλείου, Κυπρία εξ Αγγλίας, τρομερά φωτογενής, affirmative, σέξι και γήινη, με έναν απροσποίητο, χίπικο αέρα, παίζουν σαν να μην ξέρουν τι τους επιφυλάσσει η συνέχεια, εκρηκτικά ερωτευμένοι και μοιραία ακυρωμένοι από τους απαγορευτικούς θεσμούς, την εξαθλίωση και την καταπίεση που τους περιβάλλει.

 

Η γυναίκα που δεν της επιτρέπεται να χαρίζει την αγάπη και ο άνδρας που πρέπει να τη διαφεντεύει αποκλειστικά ήταν μια συνθήκη ασφυκτική, που ο Δαμιανός, στην επιστροφή του μετά το τρίπτυχο «Μέχρι το Πλοίο» του 1966, χειρίστηκε απροσδόκητα, δυναμικά, ελλειπτικά και λεβέντικα, με το ήθος του κινηματογραφιστή που δεν θέλει να παγιώσει τη φόρμα, αλλά να τη σπάσει, με το ρίσκο να φάει το κεφάλι του, όπως και οι ήρωές του. Σπάνια ένας αραιός ποιητικός λόγος έχει αποκτήσει τέτοια σωματικότητα στο σινεμά – η Κλερ Ντενί το δοκίμασε δεκαετίες αργότερα. 

 

Εμπειρία!