Είχε δίκιο βουνό ο Στίβεν Σπίλμπεργκ που διαμαρτυρόταν όταν δεν είδε το όνομά του στην αναγγελία των υποψηφιοτήτων για Όσκαρ σκηνοθεσίας του 1976 ‒ ήταν η χρονιά της Φωλιάς του Κούκου και του Μίλος Φόρμαν και τη θέση του στην πεντάδα λογικά κατέλαβε ο Φεντερίκο Φελίνι για το Amarcord.

 

Τα Σαγόνια του Καρχαρία μοιάζουν με υπερπαραγωγή, μια μηχανή που έκοβε εισιτήρια και εισέπραττε άπειρα δολάρια, έχοντας τρομάξει τον πλανήτη, τεντώσει τα νεύρα θεατών σε βαθμό νεύρωσης και διαταραχών στις προβολές του, θρονιαστεί επί δεκατέσσερις εβδομάδες στο Νο1 και ξεπεράσει τον Νονό ως η πιο εμπορική ταινία όλων των εποχών, μέχρι την έλευση του Πολέμου των Άστρων, δύο μόλις χρόνια αργότερα. Ωστόσο, με μόλις εννέα εκατομμύρια δολάρια προϋπολογισμό, ότι βλέπουμε στην οθόνη είναι το αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας του Σπίλμπεργκ, ο οποίος συμφώνησε στη μεταφορά του best seller του Ντέιβιντ Μπέντσλεϊ, αποδεχόμενος την πρόταση που του έκανε ο παραγωγός Ρίτσαρντ Ζάνουκ (ο οποίος δεν θα μπορούσε να μην αντιληφθεί το ταλέντο του από το Sugarland Express), με τον «απαράβατο» όρο να μην εμφανίσει το τέρας τουλάχιστον για την πρώτη μισή ώρα, αφομοιώνοντας βαθιά την κοσμοθεωρία του δασκάλου Χίτσκοκ.

 

Είναι αλήθεια πως βιώνουμε τις συνέπειες του ανθρωποφάγου Λευκού χωρίς να τον έχουμε δει, από την εκπληκτική εναρκτήρια σεκάνς με το μεθυσμένο νεαρό ζευγάρι στο βραδινό μπάνιο και το ξεβρασμένο χέρι της κοπέλας, το τυχαίο χτύπημά του στον πιτσιρικά μέσα στην πολυπληθή παραλία και το αίμα στο καταφαγωμένο πλαστικό υπόλειμμα που παφλάζει, ακόμα και από τις νοσηρές φωτογραφίες του λευκώματος του βρυχώμενου Κουίντ (Ρόμπερτ Σο) με πληγές θυμάτων παρόμοιων επιθέσεων αλλά και με μία από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές στην ιστορία του σινεμά, στο ναυάγιο και τη νυχτερινή υποβρύχια εξερεύνηση.

 

Η στρατηγική του Αμερικανού σκηνοθέτη είναι αλάνθαστη, μία από τις πιο αποδοτικές και εμπνευσμένες χειραγωγήσεις του κοινού που έχουν γίνει ποτέ, με αδιάλειπτο σασπένς, κοφτό μαύρο χιούμορ, υποδειγματική προσήλωση και μια κλιμάκωση που δεν αφήνει περιθώρια για απόσπαση της προσοχής. Με ένα αμίμητο τρίο στο πηδάλιο της ταλαίπωρης βάρκας, τον αποφασισμένο αστυνομικό (Ρόι Σάιντερ) του νησιού Άμιτι, τον μπαρουτοκαπνισμένο, ατρόμητο καρχαριο-αλιευτή/καπετάνιο και τον επινοητικό ωκεανογράφο (Ρίτσαρντ Ντρέιφους), το τελευταίο μέρος, που διαρκεί πάνω από ένα μισάωρο (σε μια αξιοζήλευτα συμμετρική δομή), περιλαμβάνει τη δαιμονική, γλαφυρή κίνηση της κάμερας που ακολουθεί παράλληλα και κόβει διαγώνια την πορεία του μανιασμένου για εκδίκηση και αίμα κήτους μέχρι το θριαμβευτικό φινάλε της εκρηκτικής λύτρωσης.

 

Οι δύο διασημότερες νότες στο πάνθεον των σάουντρακ από τον Τζον Γουίλιαμς (μαζί με τη μια συγχορδία του Μπέρναρντ Χέρμαν για το Ψυχώ) είναι η τέλεια συνοδεία στο νευρώδες μοντάζ της Βέρνα Φιλντς (βραβεύτηκαν αμφότεροι) για την πρώτη τεράστια περιπέτεια διά χειρός auteur στα ’70s, ένα θρίλερ που φέτος κλείνει σαράντα εφτά χρόνια και εύκολα βάζει τα γυαλιά στα πανάκριβα ψηφιακά φληναφήματα που πασχίζουν έστω για ένα πρωτότυπο πλάνο.