Κατά τον Πιερ-Πάολο Παζολίνι, ακόμη και τα ντοκιμαντέρ δεν είναι σε θέση να διαγνώσουν την αλήθεια. Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας Θεώρημα ένας δημοσιογράφος προσπαθεί απελπισμένα να βγάλει συμπεράσματα, ανακρίνοντας έναν εργαζόμενο, για το μέλλον αυτού και των συναδέλφων του, τώρα που το αφεντικό τους παραιτήθηκε και τους παρέδωσε τη διαχείριση του εργοστασίου του ‒ μια τάση της εποχής, υποτίθεται, που αποδιοργανώνει και εξουδετερώνει τη μεσαία τάξη.

 

Αδυνατώντας να λάβει οποιαδήποτε απάντηση, το ρεπορτάζ του πέφτει στο κενό και αμέσως μετά ο Ιταλός δημιουργός εγκαταλείπει το τέχνασμα του ρεαλισμού που τον απασχόλησε σε πολλά δοκίμιά του και περνάει σε μια αλληγορική υπόθεση: τι θα συνέβαινε αν ένας Ξένος εισέβαλε σε ένα προπύργιο της μπουρζουαζίας με κανονική πρόσκληση (παρίσταται σε ένα τυπικό πάρτι), και τη μεταμόρφωνε εκ βάθρων, χωρίς να πει κουβέντα. Πιστεύοντας πως ο νεοκαπιταλισμός είναι ουσιαστικά νεοφασισμός που κλέβει το μεγαλύτερο αγαθό, την επιθυμία, εξόργισε το Βατικανό, που ανάγκασε μια λίγκα καθολικών κριτικών να αποσύρει το βραβείο που του έδωσε στο Φεστιβάλ Βενετίας (μπερδεύτηκαν ή θαμπώθηκαν από τη μεσσιανική παρουσία του Τέρενς Σταμπ) και προβλημάτισε τους θεατές της εποχής ‒ και αρκετούς από τους κριτικούς που ασχολήθηκαν με την κινηματογραφική ανάλυση του πρώτου, και συγκριτικά ηπιότερου κεφαλαίου της τριλογίας της μπουρζουαζίας, που θα συνέχιζε με το σκληρό Χοιροστάσιο και θα ολοκληρωνόταν με το ζοφερό Σαλό.

 

Το αριστούργημα του Πιερ-Πάολο Παζολίνι από το 1968 είναι ένα δείγμα μοντέρνου σινεμά με λιτή αφήγηση, καθαρή υπόθεση, ποιητικό πνεύμα, πολλούς και βαθύτατους συμβολισμούς, καθώς ο μυστηριώδης Επισκέπτης τρυπάει την οικογένεια, αλλοιώνει αμετάκλητα τα μέλη της, ή τους χαρίζει την ελευθερία τους, ανατρέπει την ισορροπία της μεγαλοαστικής τάξης, προσβάλλει τους αδρανείς θεσμούς και φεύγει όπως ήρθε, ως αινιγματικός γητευτής. Αντιμετωπίζεται ως Θεός ή αντίχριστος, ανάλογα με την οπτική, και προκαλεί αλυσιδωτές και ποικίλες συνέπειες (όπως περίπου συνέβη και στα πνευματικά remake της ταινίας, το Down and οut in Beverly Hills του Πολ Μαζέρσκι και το Visitor Q του Τακάσι Μιίκε).

 

Η κόρη πέφτει σε κατατονία, η μητέρα καταφεύγει σε αγοραίο σεξ με νέους άνδρες, ο γιος ζωγραφίζει σαν μανιακός, η υπηρέτρια, που δεν παραδέχεται τι ακριβώς έγινε, επιστρέφει στο χωριό της, εκτελεί θαύματα και παρακαλεί να τη θάψουν ζωντανή (σε μια καταπληκτική σκηνή) και ο πατέρας γδύνεται τελείως σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό για να καταλήξει σε ένα νεφοσκεπές όρος, μέρη του οποίου βλέπουμε κλεφτά κατά τη διάρκεια της ταινίας. Αν κάτι σηματοδοτεί το φινάλε, είναι η εκκωφαντική έκκληση βοήθειας μπροστά στο απόλυτο αδιέξοδο και η επανεκτίμηση της αρχαίας ιερότητας ‒ δεν είναι συμπτωματική η αγάπη που είχε ο Παζολίνι στους Μοντέρνους Καιρούς και στον Τσάρλι Τσάπλιν, έναν survivor του ουμανισμού της εποχής πριν από τη βιομηχανική επανάσταση.