Αν υπάρχει κάτι που είναι δύσκολο να αμφισβητήσεις, είναι ότι υπάρχει άδολη αγάπη για τον Καραγκιόζη στη δημιουργική ομάδα πίσω από αυτή την απόπειρα μεταγραφής του σε τρισδιάστατο animation. Αυτή προκύπτει και μόνο από την επιλογή να στήσουν το έργο όχι πάνω σε μια σύγχρονη παράσταση αλλά σε μία από τις κλασικότερες κωμωδίες του Μεσοπολέμου, του Καραγκιόζη Γραμματικού. Τα παραδοσιακά τραγούδια που συνοδεύουν την είσοδο των χαρακτήρων με τη (πάντα καλοπροαίρετη) διακωμώδηση των τοπικών και μορφολογικών στερεοτύπων που τους χαρακτηρίζουν είναι κι αυτά εδώ, ενώ έχει πέσει μπόλικη δουλειά στον σχεδιασμό του χωριού.

 

Περισσότερο από την έλλειψη συγχρονισμού ανάμεσα στον καραγκιοζοπαίχτη που δίνει την ψυχούλα του, κάνοντας, ως είθισται, τις περισσότερες φωνές, και τις κινήσεις των στομάτων των χαρακτήρων, η οποία δίνει την εσφαλμένη εντύπωση μιας μεταγλωττισμένης ταινίας παρά ντόπιου προϊόντος, περισσότερο και από την απώλεια του κωμικού (συχ)γρονισμού ως απόρροια (και) του προαναφερθέντος κατασκευαστικού ζητήματος, το πρόβλημα μάλλον έγκειται στην ίδια την επιλογή του format. Αν κλείσεις τα μάτια, ακούσεις απλώς την παράσταση και φανταστείς τον μπερντέ, όλα μοιάζουν σωστά, ιδανικά, όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι. Όταν τα ανοίγεις, βλέπεις μια αισθητικά άστοχη απόπειρα διασκευής ενός παραδοσιακού λαϊκού θεάματος σε άλλο μέσο – όχι τυχαία, η διακοπτόμενη ονειρική σεκάνς που τιμά τη δισδιάστατη φύση του πρωτογενούς θεάματος και αφήνει μια πιο αναλογική αίσθηση φαντάζει αρμονικότερη και πιο αρμοστή σε σχέση με το υπόλοιπο έργο.

 

Για να λέμε του στραβού του δίκιο, έχουμε δει πολύ χειρότερα animations μέσα στη χρονιά και επίσης, αν μέσω μιας επιτυχημένης πορείας της ταινίας στις αίθουσες αναζητήσουν περισσότερα παιδιά ένα ασθμαίνον, αγνό και αξιαγάπητο είδος παραδοσιακού θεάματος και έτσι προκύψει και κάποιο που θα θελήσει να συνεχίσει την παράδοση, αυτό μόνο ως όφελος μπορεί να λογαριαστεί.