Κάτι σαν αλληγορία από άλλον πλανήτη για το αιώνιο και άλυτο μεσανατολικό ζήτημα, με τον ορεξάτο Μπενίσιο ντελ Τόρο στον κεντρικό ρόλο, την 24χρονη κόρη της Κέιτ Γουίνσλετ, Μία Θρίπλτον, ως καλόγρια μάλλον κόρη του, τον απερίγραπτα εκκεντρικό Μάικλ Σέρα ως Σουηδό ψευτοδάσκαλο που δεν πιάνει ο ανιχνευτής, και φευγαλέα στο επίπεδο του αμελητέου περάσματα από τον γνωστό θίασο των Μάρεϊ -  Χανκς - Τζοχάνσον κ.λπ., το «Φοινικικό Σχέδιο» είναι προσθήκη του Γουές Άντερσον στην γκαλερί της κομψής ματαιοδοξίας του και ίσως μια ιδέα πιο ευχάριστο και σίγουρα πιο συμμαζεμένο μέσα στην εστέτ φιλοδοξία του από τα εξίσου πολιτικών προεκτάσεων, πρόσφατα «Γαλλική Αποστολή» και «Asteroid City». Οπλισμένος με μια χειροβομβίδα καλά χωμένη στο παντελόνι του, ο πολύτεκνος και μάλλον αυστηρών αρχών Ζάζα Κόρντα −πονηρό σινεφίλ λογοπαίγνιο ουγγρικής έμπνευσης από την ανθυποηθοποιό και πολύφερνη σύζυγο Ζαζά Γκαμπόρ και τον θρυλικό παραγωγό Αλεξάντερ Κόρντα− είναι πάμπλουτος επιχειρηματίας, γνωστός ως «κύριος 10%» για τις αξιοζήλευτες προμήθειές του, που ταξιδεύει την υδρόγειο, δηλαδή τον παλιό κόσμο στον κινηματογραφικό χάρτη του Άντερσον, δραπετεύει στο τσακ από σαμποτάζ και απόπειρες δολοφονιών από τους πάμπολλους αντιπάλους του, ρίχνοντας κλεφτές, ασπρόμαυρες ματιές στο επέκεινα πριν επανέλθει δριμύτερος, και φιλοδοξεί να αποκαταστήσει τις κακές σχέσεις με την τρομερά καχύποπτη κόρη του και να βάλει σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο, που λέει κι ο τίτλος, προσπερνώντας την παράνομη εργασία και τις καταστροφικές επιπτώσεις του ουτοπικού του οράματος. 

 

Σαν παλιομοδίτικο κλασικό εικονογραφημένο γεμάτο με χαρακτήρες που ζωντανεύουν μιλώντας ξερά και κομικίστικα, το «Φοινικικό Σχέδιο», που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του 78ου Φεστιβάλ Καννών, πάει να αρθρώσει έναν μεταφορικό λόγο για την αυθαίρετη υπερεξουσία στα χέρια του ενός, αλλά η όποια ευρύτερη έννοιά του χάνεται σε χαριτωμένες παρενθέσεις ευθυγραμμισμένες στην αλφαδιασμένη κάμερα του Αμερικανού σινε-στυλίστα. Για κάθε μελοδραματική απόπειρα μεταξύ του μετανοημένου για τις αμαρτίες και τις αδυναμίες πατέρα απέναντι στην τελείως άβγαλτη, άσχετη με τα εγκόσμια και πεισματάρα κόρη που δεν εννοεί να αφήσει το μοναστήρι και πιστεύει ακράδαντα πως ο Κόρντα έχει σκοτώσει τη μάνα της, προβάλλει ως αντίβαρο ένα γοργό μονταζιακό ιντερλούδιο, μια σειρά από επαναλαμβανόμενες ατάκες με συγκεκριμένο delivery ή κάποια κωμική μονομαχία, ειδικά ανάμεσα στον Ντελ Τόρο και τον ρασπουτινικής όψης και συμπεριφοράς Μπένεντικτ Κάμπερμπατς. Από την πλούσια μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά και τα στιλπνά κοστούμια της θρυλικής, κατόχου τεσσάρων Όσκαρ, Μιλένα Κανονέρο, ως την ευδιάκριτη χρωματική παλέτα και τις σκηνογραφικές κατασκευές, η ταινία αριστεύει μετ’ επαίνων σε κάθε τεχνική δοκιμασία, αν και, φευ, βασικά ταΐζει τους φανς στοιχισμένα ζαχαρωτά και ανακυκλώνει το φορμαλιστικό μοτίβο, καταπίνοντας την ουσία του story.