ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ έχουν ισχυρή προσωπικότητα και εκτός πλατό, κι ας μην προδίδει πυγμή το μειλίχιο ύφος και οι ευγενικοί τους τρόποι. Ο Αλεξάντερ Πέϊν αποδεικνύει τη θεωρία. Αμέσως μετά τις παρατεταμένες επευφημίες για τη «Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ», το δράμα για τη δολοφονία της 5χρονης Παλαιστίνιας από ισραηλινή επιδρομή στη Γάζα, η πίεση στον ελληνικής καταγωγής Αμερικανό πρόεδρο της φετινής επιτροπής του Φεστιβάλ Βενετίας θα πρέπει να ήταν τεράστια. Όπως συνήθως συμβαίνει, αυτός και τα μέλη που τη συναποτελούν, καλούνται να επιλέξουν μια ταινία ανάμεσα στο προσωπικό/ καλλιτεχνικό τους γούστο, και το πολιτικό επείγον που συνυφαίνεται με την σοβαρή πλευρά ενός κινηματογραφικού θεσμού. Πέρυσι οι Κάννες έδωσαν το χρυσό χάπι, δηλαδή ένα ειδικό βραβείο, στον Μοχάμεντ Ρασούλοφ με τον «Σπόρο της Ιερής Συκιάς», ενώ φέτος, δεν τα μάσησαν, χρίζοντας νικητή του Χρυσού Φοίνικα τον Τζαφάρ Παναχί με το «Ένα Απλό Ατύχημα». Ο Πέϊν και οι σύντροφοι του ανακήρυξαν την Κάουθερ Μπεν Χάνια νικήτρια του Αργυρού Λέοντα, δηλαδή του (δεύτερου τη τάξει) μεγάλου βραβείου της επιτροπής. Δεν υπήρξαν ακριβώς αντιδράσεις από τους νικητές, που έβγαλαν τους ωραίους λόγους τους και σκόρπισαν χαμόγελα στους φωτογράφους, αλλά παρατηρήθηκε δημοσιογραφικό μούδιασμα, μια απορία που βγήκε και στην καθιερωμένη συνέντευξη τύπου αμέσως μετά τα βραβεία. Ο Πέϊν διασκέδασε τις φήμες πως ένα μέλος της επιτροπής απείλησε να παραιτηθεί αν δεν απένειμαν τον Χρυσό Λέοντα στο συνταρακτικό τηλεφωνικό χρονικό της Χιντ Ρατζάμπ και την απέλπιδα προσπάθεια των εθελοντών της Ερυθράς Ημισελήνου να τη σώσουν. Πολύ διπλωματικά, μοίρασε επαίνους και ευχές και για τις δυο κορυφαίες ταινίες που διακρίθηκαν, αν και είναι σαφές, πως ο Τζάρμους κάνει ακριβώς το ουμανιστικό σινεμά που λατρεύει ο δημιουργός του «Νεμπράσκα» και του «Πλαγίως». Το «Father Mother Sister Brother» λέει εύγλωττα και αφαιρετικά όσα δεν έχουν ειπωθεί στις πολύπλοκες οικογενειακές σχέσεις και, για να μη βαρεθεί κανείς, το κάνει με το φορμάτ ενός οικονομικού τρίπτυχου, σε ίσους χρόνους το καθένα, με σπουδαίες ερμηνείες, απευθείας βγαλμένες από το ξερό, beatnik χιούμορ της πινακοθήκης των λακωνικών χαρακτήρων του Αμερικανού σκηνοθέτη. Δεν είναι είδηση οτι μερικές φορές, ένα χρυσό τρόπαιο μεγάλου φεστιβάλ, όπως και στα Όσκαρ, βραβεύει και το σύνολο μιας αγαπητότατης, εγνωσμένης αξίας φιλμογραφία, και ο Τζάρμους, που έχει διανύσει 4 δεκαετίες αξιομνημόνευτων ιστοριών, είχε ραντεβού με την ευνοϊκή συγκυρία, δια χειρός ενός σκηνοθέτη και προεδρεύοντος, που ενθαρρύνει το πολιτικό σινεμά εκτός ευθέος πολιτικού πλαισίου.
Από την εξίσωση περίσσεψε ο Παρκ Τσαν Γουκ με το No Other Choice, ίσως γιατί το φιλμ του είναι remake του Τσεκουριού που έχει ήδη γυριστεί με επιτυχία από τον Κώστα Γαβρά, και ο Γιώργος Λάνθιμος με τη Βουγονία, την πρώτη ταινία στην καριέρα του που δεν παίρνει ούτε ένα βραβείο σε διεθνές φεστιβάλ- από τον Κυνόδοντα μέχρι το Poor Things, είχαν βραβευτεί όλες σε Κάννες και Βενετία!
Στο ρόλο του Προέδρου της Ιταλίας που διστάζει να προδώσει το καθολικό του background και να υπερψηφίσει νόμο υπέρ της ευθανασίας, ο τεράστιος Τόνι Σερβίλο, αυτοκρατορικός και ανθρώπινος όπως πάντα, πήρε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας για το La Grazia του Πάολο Σορεντίνο, ενώ για το “Ο Ήλιος Ανατέλλει για Όλους εμάς” του Κάϊ Σανγκτζούν, η Ζιν Ζιλέϊ τιμήθηκε με το αντίστοιχο της γυναικείας, ως σύζυγος που επανασυνδέεται με τον πρώην φυλακισμένο άνδρα της, σε μια εφιαλτική προσπάθεια να βρουν το χαμένο νήμα επικοινωνίας μετά από ένα θολό ατύχημα- δυνατή performance, σε ένα κλειστοφοβικό και επαναλαμβανόμενο δράμα.
Και μέσα στην άρνηση της κριτικής επιτροπής να αναγνωρίσει στο παλμαρές του Φεστιβάλ μερικούς από τους πιο διακεκριμένους διαγωνιζόμενους, όπως ο Λούκα Γκουαντανίνο, ο Λάσλο Νέμες και ο Νόα Μπάουμπακ, δικαίως, καθώς δεν έφεραν την καλύτερη δουλειά τους, ευνοήθηκε ένας από τους πιο busy και buzzy εκπροσώπους του νεότερου κύματος του ανεξάρτητου σινεμά, ο Μπένι Σάφντι, ο ένας από τους αδελφούς Σάφντι, με το Smashing Machine, κερδίζοντας αναπάντεχα το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη, με την πιο αθόρυβη ταινία του- και πάλι συμφωνώντας με το αόρατο στιλ του Πέϊν.
Smashing machine: Ο θρίαμβος μιας χαμηλόφωνης σκηνοθεσίας

Κάπου ανάμεσα στον Παλαιστή και τη Φάλαινα, η ιστορία ενός θηριώδους πρωταθλητή των μεικτών πολεμικών τεχνών και ταυτόχρονα η μεταμόρφωση του Ντουέϊν Τζόνσον, από τον χαμογελαστό Βράχο που γνωρίζουμε υπερβολικά καλά, σε έναν πολυλογά κατσέρ με επίπεδη μύτη, σγουρά κοντά κοκκινοκάστανα μαλλιά, λιγότερο βάρος και στιβαρή σωματοδομή, το Smashing Machine είναι το τμηματικό πορτρέτο του στοχοπροσηλωμένου, όσο και προβληματικού μαχητή των ρινγκ Μαρκ Κερ, μια αληθινή ιστορία γυρισμένη με παραδόξως συγκρατημένο στιλ από τον Μπεν Σάφντι, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα μακριά από τον αδελφό του, Τζος, ο οποίος έρχεται και αυτός φέτος στις μεγάλες οθόνες, με το επίσης αθλητικού περιεχομένου Marty Supreme, με τον Τίμοθι Σαλαμέ. Αν και μας έχει συνηθίσει σε αγχώδη σκηνοθετική “κατασκοπία”, με κοντινά πλάνα και κουνημένη κάμερα μπροστά στα πρόσωπα των Πάτινσον και Σάντλερ στο Good Time και το Uncut Gems αντίστοιχα, εδώ ο Σάφντι παρακολουθεί τον ανίκητο πρωταθλητή στην σοκαριστική πρώτη του ήττα στο τουρνουά του Τόκιο το 1997, ένα απρόσμενο πλήγμα στον ηγετικό ψυχισμό του. Ψύχραιμα και χαμηλόφωνα, ο Κερ του Σάφντι είναι ένας ευγενικός γίγαντας με συμπεριφορά μειλίχια και μια εσωστρέφεια που σταδιακά αποκαλύπτεται: ο Κερ κρύβει τον εθισμό του στα οπιοειδή και το αλκοόλ, και το κλειδί στο μυστικό που έκρυβε ήταν η σύντροφός του, που υποδύεται η Έμιλι Μπλαντ και δυστυχώς δεν αξιοποιείται εκτεταμένα πέρα από τις χρήσιμες αντιδράσεις της σταμπανεβάσματα του Κερ.
Από το ρόλο του gay μπράβου με τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες στο Be Cool (ήταν ότι καλύτερο σε ένα άχρωμο και περιττό άρμεγμα του Get Shorty) αλλά και με την συμμετοχή του στο πολύ φιλόδοξο για τα κυβικά του Southland Tales, ο Ντουέϊν Τζόνσον ξεκίνησε με βλέψεις για κάτι παραπάνω από τα στοιχειωδώς ανεκτά κοκτέϊλ περιπέτειας με κωμωδία που τον έκαναν διάσημο- γνωρίζαμε πως, πέρα από συμπαθέστατη περσόνα, δεν είναι μόνο ένα βουνό από μύες. Δυστυχώς, εγκλωβίστηκε στην επιχείρηση που λέγεται The Rock και με το Smashing Machine επιχειρεί μια έξπυπνη στροφή σε έναν ρόλο που προϋποθέτει υποκριτική, αλλά δεν απομακρύνεται από την εικόνα του, αφού κολυμπά στα γνώριμα ύδατα της σωματικής σύγκρουσης. Ωστόσο, εξερευνά τις αδυναμίες του χαρακτήρα, και θέτει το ερώτημα της φοβερής πίεσης που υφίσταται ένας παντοδύναμος μαχητής, και τη δυσκολία να σηκωθεί από τα πατώματα όταν οι νίκες δεν είναι πλέον δεδομένες. Ο ρυθμός του The Smashing Machine παραμένει υπόκωφος και αργός, και ο Σάφντι δεν βρίσκει πάντα τον τρόπο να συνεφέρει κενούς χρόνους και σεκάνς που τρενάρουν χωρίς ανάπτυξη ή ενδιαφέρον. Το μαγνητικό ταλέντο του Τζόνσον κρατά το βλέμμα, αν και θα θέλαμε να δούμε τον Κερ που υποδύεται σε περισσότερες συναισθηματικές διακλαδώσεις με την παραμελημένη, και ως ένα βαθμό θιγμένη Ντον Στέϊπλς της Μπλαντ, παρά με τον Μαρκ Κόουλμαν του Ράϊαν Μπέϊντερ, τον προπονητή, μέντορα και αντίπαλό του στις επόμενες αναμετρήσεις.
Το Smashing Machine δεν πάει για Ρόκι ή Οργισμένο Είδωλο, αποφασίζει να αντιδράσει στον κλασικό μύθο του loser που βάζει τα γυαλιά στο σύστημα αλλά φαίνεται να ξεμένει από ανάσες αποφεύγοντας συστηματικά την παραβολή για τον θρίαμβο.