Καθώς το animation τμήμα της Ντίσνεϊ, ύστερα από μια μικρή αλλά ένδοξη αναλαμπή, βάδιζε σιγά-σιγά προς ακόμα μια περίοδο παρακμής, οι άνθρωποι της Pixar έπαιρναν τη σκυτάλη και ξεκινούσαν μια εντυπωσιακή φιλμογραφία, που τιμούσε το πνεύμα του Ουόλτ Ντίσνεϊ, αντλώντας τη γοητεία της (και) από το ρίσκο –ας μην ξεχνάμε ότι η πειραματική «Fantasia» ήταν μόλις η τρίτη ταινία του στούντιο– και απευθυνόμενη ταυτόχρονα σε παιδιά και σε ενήλικες, δίχως εκπτώσεις ή αλλοιώσεις στο θέαμα. Πιο συγκεκριμένα, οι ταινίες της Pixar ενεργούν σαν παιδαγωγοί τύπου «Mary Poppins»: προσέχουν και ψυχαγωγούν τους ανηλίκους, μα, ταυτόχρονα, επιχειρούν να γαληνεύσουν το ανήσυχο, τραυματισμένο παιδί που κρύβουν μέσα τους οι ενήλικες.

 

Και όλα ξεκίνησαν από εδώ, με μια ταινία που έφερε την ψηφιακή επανάσταση στο mainstream animation. Το άβγαλτο βλέμμα μας είχε χρειαστεί κάποια λεπτά ώσπου να συνηθίσει το τρισδιάστατο ψηφιακό σχέδιο· το σημερινό, πιο πεπειραμένο, θα εντοπίσει μια ελαφρώς πολυκαιρισμένη όψη, ενδεχομένως δίχως γοητεία αντίστοιχη εκείνης του χειροποίητου animation – ομολογουμένως, το τελευταίο γερνά καλύτερα. Ωστόσο, όπως και τότε, έτσι και σήμερα μας κερδίζουν η λεπτοδουλεμένη χαρακτηρολογία, τα ευγενή μηνύματα, το εκλεκτό φωνητικό καστ, οι αρμοστά παιδικές μελωδίες του Ράντι Νιούμαν, στο «You’ve got a Friend in Me» του οποίου βρήκαμε ένα διαχρονικά αγαπητό άσμα, και βέβαια η κεντρική ιδέα. 

 

Μια από τις συνηθέστερες απορίες (και τις πιο μαγικές φαντασιώσεις) ενός μικρού παιδιού είναι τι κάνουν τα παιχνίδια του όταν αυτό λείπει από το δωμάτιο. Το μόνο που χρειαζόταν για να απαντηθεί ήταν μερικοί ταλαντούχοι δημιουργοί και η ανεξάντλητη φαντασία τους. Και μπορεί το «Toy Story 3» να είναι το πραγματικό αριστούργημα της σειράς, ωστόσο κι αυτή η πρώτη ταινία παραμένει από τους βασικούς λόγους που εκατομμύρια θεατές ανά την υφήλιο χοροπηδούν από χαρά στο κάθισμά τους βλέποντας το χαρακτηριστικό σήμα αρχής, με τη λάμπα να παίρνει (επίσης χοροπηδηχτά) τη θέση της στην επωνυμία της εταιρείας.