Επιτέλους, να μια ταινία όπου τα δύο είδη που προορίζονται για την ακραία εφηβική συγκίνηση του μεταμεσονύκτιου Σαββατοκύριακου, δηλαδή το πορνό και το horror, διασταυρώνονται χωρίς κλείσιμο ματιού, μεταμοντέρνα διάθεση, εξαντλητική αυτοαναφορικότητα ή αγχώδη υπονόμευση των χαρακτήρων και των κλισέ. Ο Τάι Γουέστ είναι περισσότερο επιδέξιος διανοούμενος παρά τυπικά τρελαμένος φαν, από εκείνους που εξυπνακίζουν με θυμηδία πάνω στα exploitation, και το X περιγράφει με αξιοθαύμαστο τέμπο τη δημιουργία μιας τσόντας μέσα σε μια ταινία τρόμου και το αντίστροφο.

Οι πρωταγωνιστές του ερωτικού πρότζεκτ, η επίδοξη σταρ Μαξίν Μινξ, μαζί με τον γεμάτο αυτοπεποίθηση παραγωγό φίλο της, η πιο συνειδητοποιημένη αρτίστα Μπόμπι Λιν με τον συμπρωταγωνιστή της Τζάκσον Χόουλ, και η αδιάφορη σε ό,τι συμβαίνει Λορέιν, που εκτελεί χρέη μπούμαν για χάρη του φίλου της σκηνοθέτη, ο οποίος πιστεύει πως είναι δυνατό να κάνει τέχνη λίγο πριν από την έκρηξη του βίντεο στην ανερχόμενη αγορά της βιομηχανίας του σεξ, ξεκινούν για το γύρισμα της νέας παραγωγής τους με τίτλο Η κόρη του αγρότη, με την επίγνωση της οργανωμένης αρπαχτής και την ξαναμμένη συνωμοτικότητα μιας παρέας που κάνει το κέφι της στα κρυφά.

Στο Τέξας του 1979, με το «Love will find a way» των Pablo Cruise να προμηνύει ποιο θα είναι το μοτέρ της απροσδόκητης διαδρομής, φτάνουν στο αγρόκτημα που έχουν μισθώσει και ο καχύποπτος γηραιός ιδιοκτήτης τους, ο Χάουαρντ, τους οδηγεί στον επιπλωμένο αχυρώνα όπου θα καταλύσουν. Μετά από μια αρχική παρανόηση, η καραμπίνα του αλαφιασμένου βετεράνου από τους δύο μεγάλους πολέμους δίνει το πρώτο «παρών». Δεν έχει σφαίρες, αλλά κανείς δεν το πιστεύει. Οσμιζόμενος το όργιο που θα ακολουθήσει, τους αφήνει απρόθυμα να μείνουν, με ένα μικρό φιλοδώρημα στην συμφωνία που είχαν κάνει τηλεφωνικά και, όσο ο σκηνοθέτης σπεύδει για να προλάβει το γλυκό απογευματινό φως, κάνει την εμφάνισή της η σύζυγος του ιδιοκτήτη, η Περλ, μια ανατριχιαστική κυρία που παραμονεύει και φαίνεται να ζητά κάτι ψιθυρίζοντας.

Η ψευδαίσθηση της τέχνης ανάμεσα στα σκουπίδια είναι και η μοναδική υπενθύμιση του «Boogie Nights» και του υπερφίαλου σκηνοθέτη Τζακ Χόρνερ του Μπερτ Ρέινολντς, ενός παρεξηγημένου ποιητή των σεξουαλικών στάσεων. Το «X», ο χαρακτηρισμός της λογοκρισίας που αυτόματα απορρίπτει την καταλληλότητα για τους ανηλίκους λόγω υπερβολικής βίας ή ορατά ερωτικού περιεχομένου, προσδίδοντας έξτρα ενοχή και φτήνια (παρά το γεγονός ότι ο οσκαρικός Καουμπόι του Μεσονυκτίου του Σλέσιντζερ είχε επίσης το ίδιο παράσημο στις μέρες του), επισκέπτεται δυο θρυλικά b-movies από τα ’70s, το πασίγνωστο «Texas Chainsaw Massacre» και το πιο καλτ «Debbie Does Dallas», και εμπνέεται απ’ το κυρίαρχο κλίμα και τις τροπές της υποτυπώδους πλοκής τους. (Σε παρένθεση φιγουράρει και το «Ψυχώ», αφού, όταν η φαινομενικά σεμνότυφη τεχνικός ζηλεύει την καυτή δράση και εκδηλώνει ενδιαφέρον για συμμετοχή στα γυρίσματα, ο ανήσυχος φίλος της αρνείται το ενδεχόμενο γιατί δεν συνάδει με την προχωρημένη πλοκή, οπότε, εκείνη, ετοιμόλογη, του θυμίζει το παράδειγμα του αφηγηματικά ριζοσπαστικού παραδείγματος του αριστουργήματος του Χίτσκοκ). Τα αφομοιώνει ωστόσο σε μια δεύτερου επιπέδου φεμινιστική ματιά που μάλλον προϋπήρχε στα είδη που συναποτελούν τον πυρήνα της ταινίας, πέρα από τα ουρλιαχτά φρίκης και τα βογγητά ηδονής που συνοδεύουν το οπτικό σοκ.

Ο (μεγάλος και ο μικρός) θάνατος που συνδέεται με τη σάρκα και το αίμα είναι το βασικό θέμα μιας ταινίας μέσα στην ταινία που επιχειρεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του μηχανισμού των ακαριαίων συγκινήσεων που έχουν δαιμονοποιηθεί από την κοινωνία, καθώς και της καθαρής διασκέδασης ενός σινεμά που «νιώθει» τους ανθρώπους μέσα στους προκαθορισμένους τύπους που ενσαρκώνουν. Το άτεκνο, αραχνιασμένο ζευγάρι που κινείται ανατριχιαστικά κι αθόρυβα μέσα και έξω από το ετοιμόρροπο σπίτι τους και το τρίο των γυναικών πορνοστάρ με τον μαύρο επιβήτορα που έχει το επώνυμο «Τρύπας» αποτελούν τις κλασικές αναλογίες του slasher και του hardcore, όμως ο Γουέστ πλανάρει, ζουμάρει και κόβει με υπομονή και γνώση, και σίγουρα το πάει αλλού: ψάχνει το βαθύτερο τραύμα κάτω από το μεταχειρισμένο δέρμα, με το σεξ να κρατά κανονικό ρόλο και μικρές δόσεις αστραπιαίου χιούμορ να σπάνε τη φρίκη.

Στην πρώτη σεκάνς, με τον ανοιχτό, ακόμη ζεστό δέκτη να μεταδίδει στη διαπασών ένα διαπρύσιο τηλεκήρυγμα περί αμαρτίας και τους αστυνομικούς να ανακαλύπτουν διαμελισμένα πτώματα σπαρμένα στο οικόπεδο και τους εσωτερικούς χώρους, το ειδεχθές σκηνικό έχει αποκαλυφθεί ήδη, γιατί δεν υπάρχει έκπληξη για την κολασμένη έκβαση. Δυο φονικά εργαλεία, δυο παραδοσιακά όπλα, μια πρόκα και ένας αλιγάτορας είναι τα θεαματικά αξεσουάρ για ένα έργο χαρακτήρων που εξελίσσεται υπόγεια και επιφυλάσσει για το φινάλε το συμπέρασμα που συνήθως μας διαφεύγει στη μηχανική παρακολούθηση αυτών των ταινιών: η επιθυμία είναι το μεγαλύτερο κίνητρο και μαζί ο ανθεκτικός καταλύτης.

Δύο είναι οι χαρακτήρες που «το θέλουν» περισσότερο από τους υπόλοιπους, ανεξάρτητα από το πώς μας συστήνονται στην αρχή. Ο ένας επιβιώνει. Και ο άλλος θα έχει την ευκαιρία να εξηγηθεί αναδρομικά και να πρωταγωνιστήσει στο prequel, που βρίσκεται ήδη στα σκαριά από τον Τάι Γουέστ και την μπουτίκ παραγωγό εταιρεία A24, που, όπως δείχνει και από την επιλογή του Άρι Άστερ, ξέρει να διαχωρίζει την καλλιτεχνική ήρα από το μαζικό στάρι.