Το After the hunt ξεκινά με γραμματοσειρά στους τίτλους πανομοιότυπη με εκείνη των ταινιών του Γούντι Άλεν, για δυο λόγους: η πλοκή δανείζεται το ύφος και κάποιες αποστροφές από το Απιστίες και Αμαρτίες και το Μια άλλη γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα κλείνει το μάτι (ωστόσο με απροσδιόριστο τρόπο) στη διαβόητη διαμάχη του Αμερικανού σκηνοθέτη με τη Μία Φάροου. Το #ΜeΤoo στα χέρια του Λούκα Γκουαντανίνο είναι μια μπερδεμένη υπόθεση. Η Τζούλια Ρόμπερτς, η αρχοντική, ψυχρή και ευγενής Άλμα που ψάχνει την ψυχή της μέσα στις λέξεις που τόσο καλά ξέρει να χειρίζεται, παντρεμένη με τον ψυχίατρο Φρέντερικ (Μάικλ Στούλμπαργκ), υποδύεται μια καθηγήτρια ηθικής στο Γιέιλ, που περιμένει με σχετική αγωνία την προαγωγή της στη θέση της κοσμήτορα. Το ίδιο και ο Χανκ (Άντριου Γκάρφιλντ), νεότερος συνάδελφός της, γυναικάς και αυθάδης, αν και σωστός στη δουλειά του. Η Άγιο Εντέμπιρι, που γνωρίσαμε από το «Bear», είναι η αγαπημένη μαθήτριά της, queer, ευκατάστατη και αμφισβητούμενων ακαδημαϊκών δυνατοτήτων, που της εμπιστεύεται αναστατωμένη οτι ο Γκάρφιλντ τη βίασε το ίδιο βράδυ που όλοι μαζί δείπνησαν (και μίλησαν ακατάπαυστα) στο σπίτι της Ρόμπερτς. Φίλη αλλά και μέντορας, η Ρόμπερτς βρίσκεται στριμωγμένη ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς ισχυρισμούς, που αλληλοαναιρούνται σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο: η μαύρη μαθήτρια απέναντι στον λευκό δάσκαλο, σε μια περίοδο που κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να μείνει αμέτοχος. Χωρίς να θέλει, ούτε να ψάξει, ούτε και να ανακατευτεί, καθώς δεν ήταν ακριβώς παρούσα, η Ρόμπερτς καλείται επειγόντως να πάρει θέση, όπως και η ταινία, η πρώτη σοβαρή απόπειρα επί του θέματος. Επιπλέον, υποφέρει χωρίς να αποκαλύπτει την κατάσταση της υγείας της, και κρύβει κάτι παλιό, σημαντικό και βαθύ, που η Εντέμπιρι έχει μάθει τυχαία και ενδεχομένως κρατά ως άσο, αν το δικό της χαρτί δεν βγει μέχρι τέλους.

 

Ο Γκουαντανίνο μοιράζει ευθύνες και αλήθειες. Έντονος σκηνοθέτης στη γραφή, και επιρρεπής σε concept που ενίοτε επικαλύπτονται μέσα στις ταινίες του, διασχίζει το σενάριο της Νόρα Γκάρετ χωρίς να παίρνει αποστάσεις ασφαλείας, αλλά φέρνοντας τον φακό του σε απόσταση αναπνοής από τις αδυναμίες του κάθε χαρακτήρα. Κι ενώ δείχνει ψυχραιμία στους περισσότερους από τους προνομιούχους διώκτες, δεν κρύβει την αντιπάθειά του για τη Μάγκι της Εντέμπιρι, προφανώς γιατί απορρίπτει το δικολαβίστικο κομμάτι του #ΜeΤoo, την ύποπτη μεθοδικότητα, «την εκδίκηση αντί της δικαιοσύνης», όπως συμβουλεύει τη μαθήτριά της η αμήχανη καθηγήτρια, σε ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας. Αν και θα το χρειαζόταν, μιας και μπήκε στον κόπο να κάνει homage στον Γούντι Άλεν, δεν υπάρχει χώρος για χιούμορ ή ανακούφιση σε αυτό το ασφυκτικό ψυχολογικό θρίλερ – ακόμη κι η αγάπη περισσεύει σε ένα σύμπαν σπουδαγμένων που νιώθουν εγκεφαλικά και σκέφτονται επιδεικτικά. Το θέμα είναι ο διάλογος, ή μάλλον η απουσία του, στη φάση της σφαγής του #ΜeΤoo, της επανατοποθέτησης αξιών και δικαιωμάτων ακόμη και στους κοινωνικά «άκαρδους». Δυστυχώς, ο Γκουαντανίνο δεν προδίδεται από τις ενδιαφέρουσες, αν και ανερμάτιστες προθέσεις του, αλλά από την υπερτονισμένη φλυαρία, στην προσπάθειά του να πλοηγηθεί στη νοσηρότητα και την καχυποψία της εποχής και να ανασύρει στην επιφάνεια με το κινηματογραφικό ζόρι την ενσυναίσθηση από τους πρωταγωνιστές ενός σταυρόλεξου για δυνατούς λύτες, και να προκαλέσει δραματικές συγκρούσεις. Από το traffic των χαρακτήρων, ξεχωρίζει η Κλόι Σεβινί. Μετά την υπέροχη ερμηνεία της ως Σ.Ζ. Γκεστ στη μίνι σειρά «Capote vs the Swans», εδώ κλέβει την παράσταση εκπροσωπώντας τη σύγχυση επί του αιώνιου διλήμματος «τέχνη vs ηθική», με πρόφαση τον Μόρισεϊ και τους Smiths.