Aπό τα πρώτα λεπτά του φιλμ, το οποίο επιχειρεί να αναβιώσει τα αστυνομικά θρίλερ με σίριαλ κίλερ που μεσουρανούσαν στα ’90s, και τα πλάνα της πόλης από πάνω αντιλαμβάνεσαι ότι ο Ντάμιαν Σιφρόν επικαλείται το σινεμά του Φίντσερ και στη δημιουργική ατζέντα του δεν έχει μόνο την εξυπηρέτηση του είδους. Αν όμως στο σινεμά του Φίντσερ είναι ο Θεός εκείνος που εγκατέλειψε τον κόσμο και παρέδωσε τα κλειδιά στον Ένοικο του κάτω ορόφου, ο «Θεός» του Σιφρόν είναι το Σύστημα, το οποίο έχει ως μόνο τέλος τη συγκάλυψη των φρικιαστικών ατελειών του, και είναι καλά οργανωμένο ώστε να την επιτύχει.

 

Το Κακό δεν είναι μια εξωγενής, μεταφυσική οντότητα που εκφράζεται μέσα από τους δολοφονικούς Αποστόλους του αλλά γέννημα αυτών των δυσλειτουργιών του Συστήματος. Πραγματικός κακός της υπόθεσης είναι οι θεσμικοί εκπρόσωποι του τελευταίου, όχι τόσο επειδή επιτρέπουν στον μανιακό δολοφόνο της ταινίας να καθαρίζει κόσμο ανενόχλητος όσο επειδή τον δημιούργησαν.

 

Και η προηγούμενη ταινία του Σιφρόν, που πολύ άρεσε στο ελληνικό κοινό, οι σπονδυλωτές Ιστορίες για αγρίους, είχε αντισυστημικές και αντικαπιταλιστικές διαθέσεις, τις οποίες ενσωμάτωνε σε ένα σατιρικό σύνολο. Αν έχει ένα βασικό μειονέκτημα η ταινία, αυτό έγκειται στο γεγονός ότι ο Σιφρόν γνωρίζει τον ευθύ τρόπο της κωμωδίας για να (επι)κοινωνήσει τις ιδέες του, που μπορεί στο πλαίσιο της υπερβολής μιας σάτιρας να είναι ευπρόσδεκτος, ίσως και επιθυμητός, μα σε εκείνο ενός σοβαρού αστυνομικού θρίλερ καταλήγει δημαγωγικός και παράταιρος ‒ γίνεται εμφανές στη σκηνή του δείπνου αλλά και στο λεκτικό μπρα ντε φερ μεταξύ αστυνομικού και δολοφόνου.

 

Έστω κι έτσι, οι φαν του είδους θα βρουν ένα αφηγηματικά στιβαρό θρίλερ που, σε αντίθεση με αυτό που θα ήθελαν να πιστεύεις κάποιες κριτικές από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έχει περισσότερα να προσφέρει από το μέσο επεισόδιο ενός τηλεοπτικού procedural, ένα συγκεκριμένο θέμα που διατρέχει το σύνολο της δραματουργίας και κλείνει με ένα δυσοίωνο φινάλε που παραπέμπει σε αξέχαστους εκπροσώπους του είδους.