Τεράστια εμπορική επιτυχία στη Γαλλία, που σταμάτησε στα 700.000 εισιτήρια πριν οι αίθουσες της χώρας κλείσουν αναγκαστικά λόγω του περσινού lockdown, το Αντίο Ηλίθιοι προτάθηκε με δώδεκα Σεζάρ και τελικά απέσπασε τα επτά, ανάμεσα στα οποία εκείνα της ταινίας, της σκηνοθεσίας και του σεναρίου για τον Αλμπέρ Ντιποντέλ, ο οποίος πρωταγωνιστεί στον ρόλο του ντροπαλού nerd δημόσιου υπαλλήλου στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, που λόγω του ταλέντου του στην ψηφιακή αρχειακή έρευνα και στον κωδικοποιημένο εντοπισμό πολιτών βοηθά μια κομμώτρια, τη Σιζ Τραπέ (Βιρζινί Εφιρά), η οποία μαθαίνει ότι είναι σοβαρά άρρωστη και βάζει σκοπό της υπόλοιπης ζωής της να βρει το παιδί που γέννησε στα δεκαπέντε της, καρπό ενός άτυχου, βραχύβιου, αν και μεγάλου έρωτα, και αναγκάστηκε από τους έξαλλους γονείς της να δώσει για υιοθεσία.

 

Οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε ο υπάλληλος, μαζί με τον καλοντυμένο κύριο Μπλεν, τον λίγο εκκεντρικό, πολυλογά, πολυμαθή, ερωτύλο και γενναίο, όπως αποδεικνύεται, και τελείως τυφλό (οι επιρροές από Μόντι Πάϊθον είναι παραπάνω από εμφανείς και η cameo εμφάνιση του Τέρι Γκίλιαμ σε μια διαφήμιση για όπλα διόλου τυχαία) συνάδελφό του, που υποδύεται εκπληκτικά ‒και δίκαια βραβεύτηκε με Σεζάρ β’ ανδρικού ρόλου‒ ο Νικολά Μαριέ, βοηθούν τη Σιζ, που τα παίζει όλα για όλα και αναζητά τον γιατρό που την ξεγέννησε, αλλά πλέον έχει άνοια και όλα του τα ημερολόγια είναι γραμμένα με σημειώσεις δυσνόητες και αριθμούς ακαταλαβίστικους.

 

Από την κριτική του για τη γραφειοκρατία μέχρι την ιδιοσυγκρασιακή σχέση του απρόβλεπτου ντουέτου, ο Ντιποντέλ δουλεύει συνεχώς την κίνηση και τον ρυθμό της ιδιαίτερης, γλυκόπικρης κομεντί του, μετασχηματίζει τη δυναμική τους, ποντάρει περισσότερο στις κωμικές καταστάσεις παρά στην ευκολία ενός αστείου διαλόγου και φτιάχνει ένα γαλλικό After Hours με ανθρωπιά κάτω από τον, μερικές φορές, παραπάνω από εμφανή φορμαλισμό.