Μαζί με τον σύζυγό της, τον Π.Τζ, Χόγκαν, του Muriel's Wedding και του Γάμου του καλύτερού μου φίλου, η Τζόσελιν Μόρχαουζ είναι, ως έναν βαθμό, συνυπεύθυνη για το ιδιοσυγκρασιακό αυστραλέζικο χιούμορ σε ένα είδος σινεμά που αναμειγνύει, ενίοτε έξαλλα, την κωμωδία με το δράμα, δημιουργώντας ένταση και μαυρίλα στο ηλιοκαμένο φόντο – μια αντίθεση που σπάει την αμερικανική σύμβαση της συντηρητικής κομεντί, με υπερβολή και αδρότητα στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Η Μοδίστρα κινείται σ' αυτήν τη λογική της τραβηγμένης δραματουργίας, έχοντας στο επίκεντρο την Τίλι Ντάνατζ, μια αποφασισμένη, αγέρωχη γυναίκα που επιστρέφει στον «τόπο του εγκλήματος», το απομακρυσμένο χωριό της Αυστραλίας από το οποίο είχε φύγει μικρή, κακήν κακώς, όταν την είχαν κατηγορήσει πως είχε δολοφονήσει ένα αγόρι.

 

Η μητέρα της βρίσκεται σε κακή κατάσταση, ανήμπορη, επιθετική, αλκοολική, αμνήμων. Δεν θυμάται καν την κόρη της και δεν ισχυρίζεται πως δεν έχει ιδέα για το τι έχει συμβεί. Το χωριό των λιγοστών κατοίκων αντιμετωπίζει με εχθρότητα την Τίλι, εκτός από τον όμορφο Μπίλι, που δείχνει να μην τη φοβάται και να μη νοιάζεται για τις κακές φήμες. Η Τίλι καταφθάνει ντυμένη σαν femme fatale, εξοπλισμένη με τη ραπτομηχανή και την εμπειρία της στην υψηλή ραπτική, έχοντας μαθητεύσει δίπλα στη Madame Vionnet, στους καλύτερους οίκους στο Παρίσι και στο Μιλάνο.

 

Σε ένα σκηνικό που παραπέμπει σε γουέστερν, με ελάχιστα σπιτάκια, το πατρικό της Τίλι κάπως υπερυψωμένο, ένα σχολείο, μια φάρμα, μερικά μαγαζάκια της Άγριας Δύσης και τον κεντρικό χωματόδρομο να παραπέμπει σε μια μεγάλη μονομαχία, η Τίλι έχει βαλθεί να μετατρέψει τις επαρχιώτισσες συντοπίτισσες σε φιγουρίνια, σε ένα ασαφές πλάνο εκδίκησης για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει, αλλά κι εκείνη, με τη σειρά της, έχει απωθήσει, μπλεγμένη στις ενοχές και στις ερμηνείες της κακιάς στιγμής που στοίχισε τη ζωή σε ένα βίαιο παιδί. Με συνεχείς αναδρομές, η Μόρχαουζ συνθέτει ένα παζλ αποκατάστασης της αλήθειας και στο τελευταίο ημίωρο επιδίδεται σε ένα κρεσέντο θανάτων και καρικατουρίστικης αποδόμησης του χωριού και των αδύναμων ανθρώπων του, πυκνώνοντας την πλοκή σε βάρος όλου του εύθραυστου σατιρικού κλίματος που έχει χτίσει. Π

 

ροσπερνώντας το γεγονός πως η Γουίνσλετ φαίνεται πιο μεγάλη σε ηλικία από τους συνομηλίκους της, το βασικό πρόβλημα της Μοδίστρας είναι η συνεχής προσποίηση, ο ανελέητα εμφατικός τόνος που υπονομεύει οποιαδήποτε αίσθηση αλήθειας αναζητεί η πρωταγωνίστρια για την άδικη, βάναυση αντιμετώπιση που δέχτηκε και εξακολουθεί να υφίσταται. Ένας καταπιεσμένος αστυνομικός που τρελαίνεται για σιφόν και οργάντζες, μια ψεύτρα γεροντοκόρη καθηγήτρια, ένας καμπούρης μπακάλης, ένας προύχοντας που φλερτάρει ασύστολα, η υστερική γυναίκα του, ένας "καθυστερημένος" και ο αδελφός του Θορ παραείναι πολλοί, ακόμη και σε μια μαύρη κωμωδία που ποζάρει με γούστο και θέλει απελπισμένα να κάνει τη διαφορά...