Η 40άρα και βάλε Οντέτ, με το περίεργο επώνυμοToulemonde, που σημαίνει «όλος ο κόσμος», είναι μια συνηθισμένη γυναίκα που δεν έχει λόγους να είναι ευτυχισμένη, αλλά κατασκευάζει την ευφροσύνη της από μόνη της, εμβολιάζοντας την μπανάλ καθημερινότητα με ονειρική στόφα, σαν να ανήκει σε ένα φανταστικό μιούζικαλ. Από την άλλη, ο συγγραφέας αισθηματικών ιστοριών Μπαλταζάρ Μπαλσάν, πλούσιος, γοητευτικός, συνομήλικός της, έχει κάθε λόγο να μην παραπονιέται, αλλά δεν αντέχει το γεγονός ότι η γυναίκα του τον απατά με έναν συνάδελφο του (που μάλιστα δεν εκτιμά καθόλου) και από την άλλη τον καταπιέζει ο κρυφός χλευασμός που δέχεται από τη λογοτεχνική κοινότητα. Βρίσκει ένα γράμμα λατρείας από την Οντέτ και τη θεωρεί το μοναδικό καταφύγιο απελπισίας μετά την κρίση κατάθλιψης και τη νοσηλεία του. Δεν διστάζει να τη επισκεφθεί και να της ζητήσει να τον φιλοξενήσει, επιζητώντας ουσιαστικά την ασυνθηκολόγητη αποδοχή. Από τα μεγαλεία και την καλοπέραση, μένει πλέον σε ένα στενόχωρο σπίτι με την Οντέτ, τον ομοφυλόφιλο γιο της, τη θυμωμένη κόρη και τον ανεπρόκοπο φίλο της. Η Οντέτ το πρωί δουλεύει σε ένα πολυκατάστημα, στο τμήμα καλλυντικών, και το βράδι ράβει πούλιες για κοστούμια καμπαρέ. Ο Μπαλταζάρ τη συνοδεύει στη δουλειά και μπαίνει σταδιακά στο ρυθμό της. Αυτό που συμβαίνει τελικά είναι η είσοδός του στο πνεύμα της, σε έναν κόσμο μουσικοχορευτικής φαντασίας που η Οντέτ έχει δημιουργήσει για αδιευκρίνιστους λόγους: για να μην τρελαθεί ή επειδή έτσι είναι το φυσικό της;

Ο σκηνοθέτης του συμπαθέστατουΙμπραήμ έχει αναπτύξει μια εντελώς κοινότοπη συνήθεια, την ανάγκη μας να μουρμουρίζουμε ή να οραματιζόμαστε στα καλά καθούμενα τον εαυτό μας σε μικρές ταινίες σκηνοθετημένες από εμάς, με μας στον αβανταδόρικο πρωταγωνιστικό ρόλο, να αγορεύουμε, να αριστεύουμε, να πετάμε από ταλέντο, να θαμπώνουμε τα πλήθη σε ένα αχνιστό σύννεφο αυτοϊκανοποίησης, ώσπου μας διακόπτει μια κόρνα ή ένας γνωστός. Το συγκεκριμένο daydreamingανάγει σε κυρίαρχο θέμα στην ταινία ο Σμιτ και το αξιοποιεί δραματικά, με την έμπειρη και χαρισματική Κατρίν Φρο (την οποία είδαμε σε ένα εντελώς στρυφνό ρόλο στο Κορίτσι που γυρίζει τις σελίδες) να λειτουργεί σαν Γαλλίδα Μέρι Πόπινς. Αντιμετωπίζει τη μιζέρια της σα να μην υπάρχει, πετάει χαμηλά και ευφρόσυνα, βρίσκει τη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων και κρύβει τη συναισθηματική της αιδώ, περιμένοντας καρμικά πως, με τέτοια καλοσύνη, κάποιος μπορεί και να της αντιγυρίσει τα θετικά αισθήματα. Όχι πως δεν ξέρει τι γίνεται, αλλά προτιμάει να ζει σε μια τρέχουσα νοσταλγία. Ο Μπαλταζάρ την ερωτεύεται, αλλά δεν μπορεί να την κατακτήσει με τους δικούς του όρους. Η μυθιστορηματική σύμβαση που θα πρέπει να τους φέρει πιο κοντά είναι εντελώς δική της και προϋποθέτει και τη δική της προσπάθεια να ξεπεράσει τους δισταγμούς και την έλλειψη εμπιστοσύνης. Κοντολογίς, αν ο προορισμός δεν είναι τα άστρα, η Οντέτ δεν ξεκουνιέται από το υψιπετές οχυρό της.

Ο Σμιτ είναι συνεπής και συγκρατημένος - η Οντέτ στα άστρα δεν περνιέται για μεγαλοπιασμένο μιούζικαλ ή για εφετζίδικη φαντασία. Κρατάει τους χαμηλούς τόνους μιαςcomédie sentimentale που βασίζεται στον κρυφό πόνο και την υπέρβαση της βαθιάς μιζέριας που μπορεί να ενώνει οποιονδήποτε άνθρωπο, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη και επιβεβλημένα στάνταρ δόξας και ευτυχίας. Η Φρον είναι τόσο καλή που νομίζεις πως βγήκε από διαφήμιση δημητριακών της δεκαετίας του ‘50. Εκπέμπει υγεία και ελπίδα αλλά και μια ανασφάλεια σε δεύτερο χρόνο, μετά τη μεταδοτική της επαφή με τον κόσμο.