Στην «Έκτη Αίσθηση» οι νεκροί –το τέλος του «κανονικού» χρόνου μας σ’ αυτήν τη γη δηλαδή‒ έρχονται για να δώσουν στους ζωντανούς το δώρο της επικοινωνίας. Mιλήστε στους ανθρώπους σας, λένε, ρωτήστε τους γι’ αυτά που σας ταλανίζουν, μοιραστείτε μαζί τους τον εσωτερικό σας κόσμο, αλλιώς θα κουβαλάτε το βάσανο, τον τρόμο και την αγωνία των ανεκδήλωτων συναισθημάτων και των ανεκπλήρωτων υποθέσεών σας ως την άλλη ζωή. Το ίδιο μοτίβο φαίνεται να διατρέχει και το «Old», τη νέα σκηνοθετική απόπειρα του δημιουργού Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, που επιμένει σταθερά στο σινεμά του concept και του πρωτότυπου υλικού – του το αναγνωρίζεις αυτό.

 

Μόνο που ο Σιάμαλαν δεν είναι πια ο ίδιος δημιουργός. Έχει χυθεί τόσο μελάνι για την περίπτωσή του, που δεν έχει νόημα να προβούμε σε ακόμα μία ιστορική αναδρομή. Προσωπικά, αυτό που παρατηρώ είναι ότι έχουν χαθεί από το σινεμά του δυο βασικές αρετές: η υπομονή και η έγνοια για όλους τους ανθρώπους στο σύμπαν του. Aν και το μήνυμα του «Old», τουλάχιστον μέχρι τη μεγάλη ανατροπή, είναι να ζήσουμε στο παρόν και να μοιραζόμαστε την εμπειρία μας με τους οικείους μας, η ταινία του βρίσκεται διαρκώς με το ένα πόδι στο μετά, στο επόμενο επεισόδιο, στο επόμενο περιστατικό τρόμου, στην επόμενη παραδοξότητα. Ο φακός του διευθυντή φωτογραφίας Μάικ Γιουλάκις βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, τα τρικ δίνουν και παίρνουν, με αποτέλεσμα να λείπουν οι ανάσες, να χάνεται ο στοχασμός, να βρίσκεται πάντοτε ένα πτώμα για να διακόψει τις λυρικότερες στιγμές. Ο σκηνοθέτης είδους έρχεται σε κόντρα με τον ποιητή μέσα στον Σιάμαλαν και τον κατατροπώνει κι αυτό είναι μεγάλο κρίμα, όπως μαρτυρά ένα πλάνο «αποχαιρετισμού» (ας το πούμε έτσι) λίγο πριν από την ανατροπή, το οποίο συνοψίζει εμφατικά και συγκινητικά όλη του την ταινία, χωρίς λόγια. Μακάρι να ήταν και το υπόλοιπο έργο έτσι.

 

Οι περισσότεροι χαρακτήρες τον νοιάζουν μόνο όσο εξυπηρετούν την πλοκή, κάποιοι θα θυσιαστούν άδικα και σαδιστικά απλώς για να χαρίσουν μια εικόνα τρόμου και έπειτα θα τους ξεχάσουμε, σαν να μη μας αφορούσε ποτέ το δράμα τους, ενώ το φιλμ (υποτίθεται ότι) αναφέρεται σε ένα δράμα που μας αφορά όλους. Ο Σιάμαλαν της «Έκτης Αίσθησης», του «Άφθαρτου» και του «Σκοτεινού Χωριού» αυτό δεν θα το έκανε ποτέ. Το τελευταίο φιλμ μάλλον σηματοδοτεί ένα κομβικό σημείο στο σινεμά του, γιατί από κει κι έπειτα εισχωρεί η οργή και μια κακόβουλη επιθετικότητα σε αυτό –θυμάστε τον κριτικό στο «Lady in the water»;‒, η οποία στην περίπτωση του «Glass» και του «Old» φαίνεται να έχει πάρει το δημιουργικό πηδάλιο.

 

Μη φοβάστε για σπόιλερ, ό,τι συμβαίνει τα τελευταία δέκα λεπτά στο «Old» πρέπει να το κρατήσουμε μυστικό, όπως θα μας παρακινούσε παλιότερα η εταιρεία παραγωγής μέσω των πόστερ και του προωθητικού υλικού της ταινίας. Είναι, έτσι κι αλλιώς, αδύνατο να προβλέψεις την ανατροπή κι αυτό επειδή αφορά μια τελείως διαφορετική ταινία από αυτήν που έβλεπες ως εκείνη τη στιγμή. Ο θεματικός πυρήνας μετακινείται εντελώς και αν επρόκειτο για ένα απλό τρικ εντυπωσιασμού και αφορούσε μόνο την εξυπηρέτηση του είδους ίσως και να το διασκεδάζαμε λίγο. Μοιάζει, όμως, περισσότερο με την ανάγκη ενός δημιουργού να είναι σχετικός με την εποχή του, να μιλήσει για όσα την αφορούν, να αφουγκραστεί κοινές ανησυχίες και να πάρει θέση πάνω σε αυτές. Επί της αρχής ουδέν πρόβλημα με αυτό, το έκανε και στο προαναφερθέν «Σκοτεινό Χωριό», και μάλιστα με επιτυχία, τουλάχιστον για τον υπογράφοντα, που υπήρξε φαν του. Ο τρόπος είναι το ζήτημα. Ο σημερινός Σιάμαλαν φωνάζει οργισμένα, εξηγεί τα πάντα σαν να απευθύνεται σε μικρά παιδιά και λαϊκίζει. Το έργο του έχει πια τη λεπτότητα και τη νηφαλιότητα (και το βάθος) ενός οργισμένου, παρορμητικού σχολίου στα social media. Και όταν υψώνεις διαρκώς τον δείκτη στο κοινό σου, μην απορείς αν κάποτε κι εκείνο σού απαντήσει υψώνοντας ένα άλλο δάχτυλο ‒ και δεν θα είναι ο παράμεσος.