Μια θεατρική παράσταση έχει τη μοναδικότητα ενός θεάματος που μπορείς να παρακολουθήσεις μόνο τη δεδομένη στιγμή υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Όχι, είναι άλλο πράγμα το μαγνητοσκοπημένο θέατρο, εκεί παρεμβαίνει η τηλεσκηνοθεσία –ας την αποκαλέσουμε έτσι– και γεννά μια εμπειρία διαφορετική από τη live παρακολούθηση, μοιραία υποδεέστερη ενός κινηματογραφικού θεάματος, καθώς η mise en scène δεν στήθηκε με γνώμονα τον «κινηματογραφικό» φακό και φέρει τους αναπόφευκτους περιορισμούς μιας θεατρικής παραγωγής. 

 

Αν στο θέατρο το ανέβασμα μιας παράστασης ολόιδιας, αλλά με διαφορετική διανομή έχει λόγο ύπαρξης, καθώς το έργο εκ των πραγμάτων δεν είναι διαθέσιμο για να το δούμε ανά πάσα στιγμή στην πρότερη μορφή του, ένα κινηματογραφικό ριμέικ σαν το παρόν μάλλον δεν είναι εξίσου αναγκαίο, τουλάχιστον στα μάτια μας.

 

Συνεχίζοντας την παραπάνω θεατρική αναλογία, ακόμα κι αν διατηρηθεί αυτούσιο το κείμενο, η ανάγνωσή του, η κατεύθυνσή του και οι γενικές οδηγίες, το αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει διαφορετικό λόγω των συντελεστών. Στο Locke του Στίβεν Νάιτ ο Τομ Χάρντι είναι μετρημένος, σχεδόν μειλίχιος – όποτε ανεβαίνει ο τόνος της φωνής έχει μείζονα σημασία. Στο Le Choix ο Λιντόν και οι ηθοποιoί στην άλλη άκρη της γραμμής μπαίνουν από το πρώτο δεκάλεπτο με τη μεγάλη σκάλα. Ο Ζιλ Μπουρντός προκρίνει την ένταση, όπως την αντιλαμβάνεται –δηλαδή με φωνασκίες–, έναντι της ατμόσφαιρας κι αυτό φυραίνει το εκτόπισμα του έργου, το καθιστά πιο κυριολεκτικό, εκεί που στη βρετανική εκδοχή του οι τόνοι, οι χρόνοι και οι χρονισμοί προσέδιδαν ένα πνευματικό στοιχείο στα δρώμενα και εξύψωναν την απόφαση του κεντρικού ήρωα να πράξει το δέον, έστω και την ύστατη ώρα, ανεξαρτήτως του κόστους για εκείνα που κατέκτησε όσο το απέφευγε – ναι, είναι ταινία για να διαλέγεις ανθρώπους το Locke. Ευτυχώς, η ίντριγκα που έπλεξε ο Στίβεν Νάιτ και οι σκηνοθετικές «οδηγίες» του επαρκούν για θριλερική διαδρομή, ικανή να σαγηνεύσει φρέσκους θεατές, έστω κι αν χάνεται κάτι πολύ σημαντικό στη μετάφραση. 

 

Κι έπειτα, όσο κι αν ο Βενσάν Λιντόν είναι φάτσα από εκείνες που σε άλλες εποχές θα είχαν καταγράψει φιλμογραφία γεμάτη από εκλεκτά policier και όσο κι αν στο παρελθόν έχει καταφέρει ερμηνεία ανάλογη της αιτούμενης εδώ –αναφερόμαστε στην εμφάνισή του στον εξαιρετικό Νόμο της Αγοράς του Στεφάν Μπριζέ–, δυστυχώς γι’ αυτόν έχει να συγκριθεί με έναν Τομ Χάρντι στην ακμή του, σε μια περίοδο που το μάτι γυάλιζε, που και η παραμικρή χειρονομία είχε κάτι επιτακτικό, όπως εκείνες οι (σπάνιες) νύχτες που αποφασίζεις να λευτερωθείς από τα βάρη, να τακτοποιήσεις κάθε λογαριασμό απλήρωτο, έστω κι αν το υπόλοιπο προκύψει παθητικό.