Επανέκδοση, με αποκατεστημένες κόπιες, του πρωτοποριακού έργου του Κουροσάβα, το οποίο κέρδισε Χρυσό Λιοντάρι και Όσκαρ το 1950 και άνοιξε τον δρόμο για τους Ιάπωνες δημιουργούς και ηθοποιούς στη Δύση με την καλλιτεχνική και εμπορική αποδοχή του. Σκηνοθετημένο αριστοτεχνικά σε ένα δάσος, ξεκινάει με μια έντονη συζήτηση ενός ιερέα και ενός ξυλοκόπου στο ξέφωτο της μεγαλοπρεπής Πύλης Ρασομόν. Ένας χωρικός πλησιάζει για να προστατευτεί από την καταρρακτώδη και συνεχή βροχή, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η γυναίκα του βιάστηκε και ένας τοπικός ληστής είναι ο κύριος ύποπτος.

 

Μέσα από φλασμπάκ μαθαίνουμε διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων, όπως τις ανακαλούν και τις αφηγούνται στον χωρικό ο ληστής, ο ξυλοκόπος, η σύζυγος και ο νεκρός σαμουράι, μέσω ενός μέντιουμ! Και οι τρεις ισχυρίζονται πως είναι οι δολοφόνου του συζύγου και ο θεατής δεν ξέρει τι να πιστέψει. Όπως μπορούμε να φανταστούμε, ένα τρένο πρέπει να χτύπησε τους θεατές του 1950 που έσπευσαν να δουν το Ρασομόν με τη μεγάλη φήμη και τα πολλά βραβεία. Και όσοι το ξαναείδαν, σίγουρα γεύτηκαν διαφορετικές πτυχές της πολύπλευρης ιστορίας, προϊόν της ικανότητας του Κουροσάβα να ενορχηστρώσει ένα κατ' ουσίαν δικαστικό δράμα με τον θεατή στον ρόλο του δικαστή, φτιαγμένο σαν περιπέτεια εποχής, ένα εκθαμβωτικό παραμύθι με τις ασταμάτητες φωτοσκιάσεις και τις αδιανόητες κινήσεις της κάμερας, βίαιο στον πυρήνα του και ηθικά αμφισβητήσιμο, καθώς θέτει ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και τον χειρισμό της αλήθειας.

 

Μόνο το φινάλε σπέρνει αισιοδοξία, καθώς η βροχή σταματάει και οι «καταθέσεις» ολοκληρώνονται, με την παρουσία ενός μωρού, που δίνει φως αλλά δεν παύει να αφήνει το μυστήριο της υπόθεσης να πλανάται, σε μια Ιαπωνία του 12ου αιώνα που μοιάζει πολύ με τη σημερινή εποχή, είτε κοιτάζουμε την εξωτική Άπω Ανατολή, είτε μιλάμε για τη γνώριμη Δύση. Το Ρασομόν είναι ένα μοντέρνο whodunit με την όψη του κλασικού μύθου.