Η Τζάκι και η Νταϊάνα ήταν δυο ξεχωριστές προσωπικότητες που παντρεύτηκαν τους πρίγκιπες του παραμυθιού και ο εφιάλτης που βίωσαν ενδιέφερε δραματουργικά, και εν μέρει ανορθόδοξα σε σχέση με τις κλασικές βιογραφίες, τον Πάμπλο Λαραΐν. Δεν είναι μόνο το μεγάλο ταλέντο και η αυτόφωτη απήχηση που κάνουν τη Μαρία Κάλλας, την τρίτη ηρωίδα στη σειρά των πορτρέτων του Χιλιανού σκηνοθέτη, να ξεχωρίζει από τις προηγούμενες δύο, αλλά και η ίδια η πρωταγωνίστρια, η Αντζελίνα Τζολί, που από μόνη της συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση για ανάλυση, θαυμασμό, περιέργεια, κουτσομπολιό, ανάλογα με την περίσταση και τη φάση της. Αναμφισβήτητα, είναι δύσκολο να ξεπεράσεις αυτό το πρόσωπο, τα χείλη, τα μάτια και τις γωνίες, τόσο διαφορετικά από την κατατομή αλλά και τον αέρα της Ελληνίδας σοπράνο, παρά τις δυο προσθήκες-κλειδιά στα χρόνια του Παρισιού, δηλαδή τα υπερμεγέθη γυαλιά και τα μακριά μαλλιά. Κι ενώ οι Κρίστεν Στιούαρτ/«Σπένσερ» και η Νάταλι Πόρτμαν/«Τζάκι» είναι γνωστές, ικανές και οσκαρικές, ντίβες εφάμιλλες της Αμερικανίδας σούπερ σταρ δεν υπήρξαν ποτέ. Τώρα τι είναι και τι δεν είναι ντίβα σηκώνει κουβέντα, και αποτελεί ένα από τα θέματα της ταινίας, που βασικά καταπιάνεται με μια εύθραυστη ύπαρξη στην ύστατη και εν τέλει απέλπιδα προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί από το τραυματικό παρελθόν της και να αγκαλιάσει, τρυφερά και αρκετά αμήχανα, τη χαμένη της αυτοπεποίθηση. Με την κάποτε τρομερή φωνή της να έχει αποδημήσει στον παράδεισο των ηχογραφήσεων που εύλογα μισούσε, η Κάλλας αφηγείται τμηματικά την αυτοβιογραφία που δεν έγραψε ποτέ σε ένα φανταστικό τηλεοπτικό συνεργείο (ο δημοσιογράφος που προσπαθεί να την ψυχογραφήσει είναι ο Κόντι Σμιτ Μακφί, σε ένα σεναριακό εύρημα συγγενές με εκείνο του Callas Forever του Τζεφιρέλι, εκεί όπου Τζέρεμι Άιρονς πίεζε τη Φανί Αρντάν στην εξόδιο ακολουθία της) και την επισκέπτονται στον ταραγμένο ύπνο της τα δύο μεγαλύτερα στοιχειά της ζωής της, ο Ωνάσης και η μητέρα της. Κι ενώ τον πρώτο δείχνει ως έναν βαθμό να τον ελέγχει, ποντάροντας στη βεβαιότητα της αγάπης που μοιράστηκαν και στον σιωπηλό και επώδυνο αποχαιρετισμό στη σχέση τους, την παρατεταμένη απαξίωση της δεύτερης δεν την ξεπέρασε ποτέ, κι εκεί, όχι στη σωματική της εκπόρνευση, βρίσκεται το μυστικό της βαθιάς δυστυχίας της. Η μάνα την έσπρωξε στο τραγούδι, ο εραστής τής το απαγόρευσε και τώρα, στην τρίτη πράξη της ζωής της, είπε να δοκιμάσει τις λιγοστές δυνάμεις της για τον εαυτό της, κάνοντας σλάλομ στον μύθο, στη μουσική και στον επερχόμενο θάνατο. Σε μία από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας, η αδελφή της, η Υακίνθη, γνωστότερη ως Τζάκι (καίρια και άμεση η Βαλέρια Γκολίνο), προσπαθεί να ξυπνήσει το χαμένο της τσαγανό, να ξεκλειδώσει μερικές από τις χρόνιες ανασφάλειές του κοριτσιού που άφησε πίσω της, εις μάτην. Και είναι κρίμα που κι άλλες στιχομυθίες τους, με ένταση και καβγάδες, κόπηκαν στο μοντάζ, ενδεχομένως γιατί ο Λαραΐν επέλεξε να απορρίψει τα κοντινά και τα «ανθρώπινα» και να τοποθετήσει τη Μαρία σε ένα βάθρο αδυσώπητης αξιοπρέπειας, σαν κουρασμένο άγαλμα σε κινηματογραφικό μουσείο, στο μοναχικό της Κάμελοτ και το ίδιο το Παρίσι, εικαστικά δυνατό, αλλά συναισθηματικά απόμακρο.

 

Η επτάμηνη προετοιμασία και το εντατικό γύρισμα ήταν η ψυχοθεραπεία που η Τζολί δεν περίμενε να της προκύψει, όπως δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ Βενετίας, αρνούμενη, με αυστηρή διακριτικότητα, να δώσει λαβές για περαιτέρω σχόλια περί σύγκρισης των δύο γυναικών. Στη Maria ισχυρίζεται ότι τραγουδάει η ίδια, αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνουμε τη δική της φωνή στις αξεπέραστες ιταλικές και γερμανικές άριες, καθώς και στις καταστροφικές ηχογραφήσεις των ’70s που κατακρεούργησαν οι κριτικοί και την ώθησαν στο ερημωμένο chic της παρισινής απομόνωσης, παρέα μόνο με τον μπάτλερ (Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, εξαιρετικός), την οικονόμο (Άλμπα Ρορβάκερ) και τα σκυλάκια της. Μετά την πολυετή αποχή της από τη μεγάλη οθόνη και παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες (ένα αμήχανο ξεκίνημα στην ταινία, με αργή εκφραστική ανάπτυξη, και βέβαια οι σημαντικές διαφορές στην εξωτερική εμφάνιση), η Τζολί συλλαμβάνει τη βαριά, ετοιμόρροπη ψυχή ενός πληγωμένου κοριτσιού που ωστόσο θέλει να γευθεί μια γλυκιά λύτρωση με την ικμάδα των δυνάμεών της, και φτιάχνει μερικές πολύ συγκινητικές στιγμές, κυριαρχώντας στην οθόνη σαν διάφανη βασίλισσα του πόνου. Στη Maria του Πάμπλο Λαραΐν βλέπουμε ταυτόχρονα την Κάλλας και την Τζολί, δυο icons να παλεύουν σε ωκεανούς οδύνης, με την πρώτη να κερδίζει στα σημεία: όταν το βλέμμα της Αμερικανίδας ηθοποιού διασταυρώνεται με τη μνήμη ενός μελαγχολικού φαντάσματος, βρίσκεται στην πόλη μιας γυναίκας νεκρής που κανείς δεν τολμά να της το πει ανοιχτά, και η ταινία αποκτά το νόημα και τη σωστή της διάσταση.