Φέροντας το ειδικό βάρος μιας ιστορίας-ανοιχτής πληγής αλλά και της τελευταίας κινηματογραφικής εμφάνισης του Μαξ φον Σίντοφ, τα Καλάβρυτα 1943 καταφθάνουν στις ελληνικές αίθουσες επιχειρώντας να φέρουν στο σινεμά (και) ένα κοινό που το επισκέπτεται σπάνια. Δεν μπορείς να τους προσάψεις κακοτεχνίες και εκτιμάς ότι στην προσέγγιση του θέματος αποφεύγονται λαϊκισμοί και φωνασκίες, άλλωστε το γεγονός μιλά από μόνο του και είναι τέτοια η σφοδρότητά του, που υπερβαίνει τη σχετική ένδεια της παραγωγής, η οποία εκ των πραγμάτων εμποδίζει την ανάδειξη της καταστροφής στο πραγματικό της μέγεθος.

 

Το βασικό ζήτημα που γεννάται είναι ότι, πλην του ιστορικού γεγονότος και της αναπαράστασής του, ουσιαστικά δεν υπάρχει άλλο δράμα στο φιλμ. Προοπτικές όπως η απεικόνιση του συμβάντος μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού ή η δραματική αξιοποίηση του διλήμματος στο οποίο βρίσκεται η Γερμανίδα δικηγόρος μένουν ανεξερεύνητες. Κι αυτό κάνει την (υπό άλλες συνθήκες εύκολη) απάντηση στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει η ταινία λίγο πιο σύνθετη.

 

Σε γενικές γραμμές το σινεμά δεν υποχρεούται να υπηρετεί την ιστορική αλήθεια, χρέος του είναι μόνο να υπηρετήσει την δική του αλήθεια. Το ανεπιβεβαίωτο συμβάν με τον Αυστριακό αξιωματούχο που ανοίγει τις πόρτες του φλεγόμενου κτιρίου και σώζει τα γυναικόπαιδα, τη στιγμή που έρχεται στο φιλμ, εξυπηρετεί την προσθήκη μιας χειρονομίας καλοσύνης μέσα στην ολοκληρωτική επικράτηση του Κακού, μιας αχτίδας φωτός μέσα στο σκοτάδι, αν θέλεις, ενώ προσθέτει και μια εσωτερική σύγκρουση για τη Γερμανίδα δικηγόρο που μέχρι τότε λειτουργούσε μόνο ως παρατηρητής. Όμως, από τη στιγμή που το φιλμ περιορίζεται δραματουργικά στην αναπαράσταση του γεγονότος, αφήνεται από μόνο του έκθετο σε αντιρρήσεις γύρω από την ακρίβειά της. Έκθετο όχι φυσικά σε νομικές αξιώσεις αλλά σίγουρα σε καλλιτεχνικές και προσωπικές ενστάσεις, ειδικά από άμεσα θιγόμενους.

 

Κατά τα λοιπά, τη συγκίνηση διασφαλίζουν η τραγικότητα της σφαγής, το λυρικό μουσικό score και το υγρό βλέμμα του Μαξ Φον Σίντοφ ‒ κι ας μένει σχετικά αναξιοποίητος.