Μια κλασική χριστουγεννιάτικη ταινία έλειπε από την ελληνική φιλμογραφία, αλλά και από την αυξανόμενη ζήτηση για ανάλογο γιορτινό περιεχόμενο σε όλες τις streaming πλατφόρμες. Ο Λώρης Λοϊζίδης, διάσημος ηθοποιός στην Κύπρο από το θέατρο, τον κινηματογράφο και κυρίως από τις τηλεοπτικές σειρές του, είναι εκείνος που αναπληρώνει το κενό, έστω και αν τα Κάλαντα των Χριστουγέννων μοιάζουν να ανήκουν σε μια άλλη εποχή, της καλοπροαίρετης διάθεσης και της προσκόλλησης στο πνεύμα του Ντίκενς – ειδικά τώρα που πληροφορούμαστε πως ο Τζόνι Ντεπ ετοιμάζεται να προβάρει τη σκληρή καρδιά του Σκρουτζ σε μια κατάμαυρη διασκευή, σε σκηνοθεσία Τάι Γουέστ.
Στην ελληνοποιημένη εκδοχή του Christmas Carol, πρωταγωνιστεί ο Λυκούργος, ένας 80χρονος που, στο μνήμα του άρτι αποθανόντος στενού του συνεργάτη, προλαβαίνει να αρπάξει το μεταξένιο λευκό του μαντίλι, προτού τον αποχαιρετήσει για τελευταία φορά. Μνημειώδης τσιγκούνης στην ψυχή και τη συμπεριφορά, απεχθάνεται τις γιορτές και το μικρό κύμα φιλανθρωπίας και συμπόνοιας που τις συνοδεύουν, ώσπου ο άνδρας που ίδρυσε μαζί του το εμπορικά αποδοτικότατο μεταλλουργείο (ο Γιάννης Μπέζος, που δίνει έναυσμα στην ταινία με την κωμική του ενέργεια) τον επισκέπτεται στην ζωηρή φαντασία του για να του υπενθυμίσει τις παραλείψεις που εσκεμμένα… κάνει πως δεν βλέπει, όπως βέβαια και τρία φαντάσματα που τον καταδιώκουν από το παρελθόν που επιμελώς έχει θάψει στην πάλαι ποτέ γενναιόδωρη καρδιά της παιδικής και νεανικής ηλικίας του.
Η χαρά έρχεται αργά και βασανιστικά για τον κακούργο τον Λυκούργο, που όπως θέλει η ψυχαγωγική παραβολή, δεν είναι κακός άνθρωπος κατά βάθος, αλλά στην πράξη προσβάλλει και ψεύδεται, συγκαλύπτει και παρανομεί. Ένα οικογενειακό δραματικό παραμύθι ποιοτικής παραγωγής, που γυρίστηκε στην Ήπειρο με παλιομοδίτικη ειλικρίνεια και θρησκευτικές αναφορές, τα Κάλαντα των Χριστουγέννων περισσότερο από οτιδήποτε βάζουν στη θέση τους την πίστη που απουσιάζει από την εμπορική κοσμικότητα των γιορτών, ταιριάζοντας το χαμένο ιδεώδες της αγνής καλοσύνης με τη μιζέρια που συνήθως πλαισιώνει τις ιστορίες του Ντίκενς.
Ο Λυκούργος-Σκρουτζ εδώ είναι ένας δυστυχής μοναχικός που επιλέγει να είναι αθόρυβα και εκνευριστικά περιθωριακός, κι όχι ένας μοχθηρός μισάνθρωπος που συνειδητά εκδικείται το σύμπαν μουγκρίζοντας χαιρέκακα, όπως έκανε ο Τζορτζ Σκοτ στην πιο ορθόδοξη μεταφορά της νουβέλας του 1843. Ο Λώρης Λοϊζίδης, ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο, έχοντας ταυτόχρονα την όλη καλλιτεχνική επιμέλεια, προσέχει να μην ξεφύγει από την εντυπωσιακή εξωτερική του μεταμόρφωση, επιλέγοντας έναν άκαμπτο και στωικό χαρακτήρα που υπομένει τις δοκιμασίες, σαν να τις περίμενε κάπως, θυσιάζοντας έτσι την αναμενόμενη έκπληξη του εφιαλτικού θαύματος, αλλά και το συναισθηματικό τρενάκι του τρόμου που θα όφειλε να διαπεράσει σαν ηλεκτροσόκ την πέτρινη καρδιά του.






- Facebook
- Twitter
- E-mail
0